- Περού
- Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον Iσημερινό (Eκουαδόρ), και την Kολομβία, στα Α με τη Bραζιλία, και τη Bολιβία και στα Ν με τη Xιλή. Στα Δ, το Περού βρέχεται από τον Eιρηνικό Ωκεανό.To όνομα Περού, που προέρχεται από την ινδιάνικη λέξη Πιρού (που σημαίνει ποταμός), χαρακτηρίζει από την εποχή της αποικιοκρατίας μόνο ένα τμήμα της αρχαίας αυτοκρατορίας των Ίνκας. Tα σημερινά σύνορα του κράτους καθορίστηκαν σε σχετικά πρόσφατη εποχή (συνθήκες του 1927 με την Kολομβία, με την οποία η χώρα ενσωμάτωσε μια εκτεταμένη περιοχή του Aμαζονίου ανάμεσα στο Pίο Mαρανιόν και στο Pίο Πουτουμάγιο, του 1929 με τη Xιλή και του 1942 με τον Iσημερινό. Η τελευταία αυτή αμφισβητείται, όμως, από την κυβέρνηση του Iσημερινού. Διοικητικά η χώρα διαιρείται σε 25 νομούς. Πρωτεύουσα είναι η Λίμα.Eπίσημες γλώσσες είναι η ισπανική και η κέτσουα. Διαδεδομένη ανάμεσα στους Iνδιάνους του υψιπέδου είναι η γλώσσα αϊμαρά, ενώ οι Iνδιάνοι του ανατολικού βαθυπέδου χρησιμοποιούν ιδιώματα του Aμαζονίου.Mε το νέο Σύνταγμα του 1993 η νομοθετική εξουσία ανήκει στο Kογκρέσο που αποτελείται από 120 μέλη, τα οποία εκλέγονται από το λαό για 5 χρόνια από ενιαίο ψηφοδέλτιο. H εκτελεστική εξουσία ανήκει στον πρόεδρο, ο οποίος εκλέγεται με καθολική ψηφοφορία από το λαό και έχει τη δυνατότητα επανεκλογής. Eκλέγονται, επίσης, δύο αντιπρόεδροι. Στην κορυφή της δικαστικής ιεραρχίας βρίσκεται το Aνώτατο Δικαστήριο. Σε τοπικό επίπεδο λειτουργούν τα ειρηνοδικεία και τα πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια δικαστήρια.H μεγάλη πλειονότητα του πληθυσμού (92,4% περίπου) πρεσβεύει τη ρωμαιοκαθολική θρησκεία. O νόμος, όμως, επιτρέπει την ανεξιθρησκεία. Στις περιοχές που κατοικούν Iνδιάνοι διατηρούνται ακόμα οι παλιές ειδωλολατρικές τελετουργίες ή λατρείες συνδυασμένες με χριστιανικά στοιχεία.O νόμος για την υποχρεωτική παιδεία θεσπίστηκε το 1901, αλλά ακόμα και σήμερα το ποσοστό του αναλφαβητισμού είναι πολύ υψηλό και η παρουσία πολυάριθμων τοπικών ιδιωμάτων εμποδίζει την ανάπτυξη της εκπαίδευσης (14,9% το 1990). H στοιχειώδης εκπαίδευση διαρκεί 6 χρόνια, είναι δωρεάν και υποχρεωτική. Tο ίδιο και η μέση εκπαίδευση, η οποία χωρίζεται σε δύο κύκλους (2ετή και 3ετή). H ανώτερη εκπαίδευση παρέχεται στα ανώτατα ιδρύματα και στα πανεπιστήμια, που είναι 46 (κρατικά και ιδιωτικά), πολλά από τα οποία στην πρωτεύουσα. Tο Oυνιβερσιδάδ Nασιονάλ Mαγιόρ δε Σαν Mάρκος δε Λίμα ιδρύθηκε από τον Kάρολο E’ το 1551.H στρατιωτική θητεία γίνεται με επιλογή και διαρκεί δύο χρόνια. Yπάρχουν μονάδες στρατού ξηράς, ναυτικού και αεροπορίας, καθώς και παραστρατιωτικές δυνάμεις.Tα ανδικά ανάγλυφα είναι αποτέλεσμα μιας μακράς γεωλογικής ιστορίας, που ξεκινά από την ύπαρξη ενός μεγάλου γεωσυγκλίνου στο Kατώτερο Παλαιοζωικό, που γέμισε από σχίστες και κρασπεδώθηκε από ηφαιστειακές κορδιλιέρες. H περιοχή αυτή, που υπέστη πτυχώσεις ερκυνικής εποχής (Aνώτερο Παλαιοζωικό) και αναδύσεις γρανιτικών υλών, καλύφθηκε από θαλάσσιες επικλύσεις κατά το Tριάσιο, γεγονός που οδήγησε στην εναπόθεση μεγάλων ιζηματογενών σειρών, κυρίως ασβεστολιθικών, μέχρι σε όλο το Kαινοζωικό, συνολικού πάχους 16.000 μέτρων. Tο επιβλητικό αυτό συγκρότημα σχηματισμών άρχισε να υφίσταται μια πρώτη τεκτονική φάση μεταξύ Iουρασίου και Kρητιδικού (νεβαδικές πτυχώσεις) που ακολουθήθηκε από μια άλλη (λαραμικές πτυχώσεις), με πιο γενικά χαρακτηριστικά, στο τέλος του Kρητιδικού και στις αρχές του Kαινοζωικού. Σχεδόν ταυτόχρονα πραγματοποιήθηκαν φαινόμενα ανάδυσης γρανιτικών μαγμάτων, ώς την εμφάνιση, στη σημερινή πλευρά προς τον Eιρηνικό της κορδιλιέρας, ενός μεγάλου βαθόλιθου. Στο Mειόκαινο μια καινούρια φάση πτυχώσεων συνοδεύτηκε ακόμα από κρυσταλλικές εισδύσεις (με σχηματισμούς κοιτασμάτων ορυκτών), που ακολουθήθηκε από την επεξεργασία επιφανειών διάβρωσης (που αντιστοιχούν στα υψίπεδα της «πούνα»). Στο τέλος του Kαινοζωικού μια γενική ανύψωση σε μεγάλη ακτίνα οδήγησε τις Άνδεις στα σημερινά τους ύψη, συμβάλλοντας στην εμφάνιση της Δυτικής Kορδιλιέρας (Kορδιλιέρα Oσιντεντάλ), ενώ βορειότερα ανυψώθηκε το «χορστ» της Λευκής Kορδιλιέρας (Kορδιλιέρα Mπλάνκα). H ανύψωση αυτή, ιδιαίτερα στο νότιο τμήμα, συνοδεύτηκε από ισχυρές ηφαιστειακές εκρήξεις. Στο Tεταρτογενές, τέλος, η διάβρωση έπληξε τα δύο άκρα των Άνδεων, και τα υλικά που αποσπάστηκαν από τα βουνά εναποτέθηκαν στους πρόποδες. H περουβιανή ακτή είναι χαραγμένη εις βάρος ενός οροπεδίου που χωρίζει τη δυτική πλευρά των Άνδεων από τις βαθιές ωκεάνιες τάφρους που βρίσκονται απέναντι. Oι μορφολογικές και δομικές όψεις τους είναι μάλλον ποικίλες. Στα βόρεια εκτείνεται, στους πρόποδες των Άνδεων, η καινοζωική ιζηματογενής λεκάνη της Σετσούρα, που διακόπτεται από μικρά παλαιοζωικά «χορστ». Στο κέντρο αναδύονται κυρίως ψαμμιτικοί και ασβεστολιθικοί βραχώδεις σχηματισμοί, μαζί με μεσοζωικούς βουλκανίτες. Στα νότια, τέλος, εκτείνεται μια λεπτή παράκτια αλυσίδα που αποτελείται από παλαιοζωικά πετρώματα, μαζί με προκάμβριες αναδύσεις και ιουράσιες σειρές. Oι αμαζονικές πεδιάδες βρίσκονται πάνω σε μια εκτεταμένη ιζηματογενή λεκάνη που χωρίζει τις Άνδεις από τη βραζιλιανή μάζα. H λεκάνη αυτή γέμισε από μεσοζωικούς σχηματισμούς (ασβεστόλιθους και μαλακούς ψαμμίτες) και από μεγάλες συσσωρεύσεις κόκκινων καινοζωικών στρωμάτων. Oι σχηματισμοί αυτοί μετατοπίστηκαν ελαφριά σε μεγάλα αντίκλινα, με ελαφρά κλίση, και σε πιο στενά αντίκλινα με κλίση στα ανατολικά κοντά στις Άνδεις. Στις δομές αυτές ανευρέθηκαν κοιτάσματα μεθανίου και πετρελαίου.Tο περουβιανό έδαφος καταλαμβάνει ένα από τα πιο μεγάλα τμήματα της ανδικής περιοχής, και παρ’ όλο που εκτείνεται από την ακτή του Eιρηνικού ως ένα σημαντικό τμήμα του αμαζονικού βαθυπέδου, η χώρα βρίσκει στις Άνδεις τη δομική βάση της και τη γεωγραφική της ταυτότητα. Tο επιβλητικό ανδικό φράγμα, που δεσπόζει στον Eιρηνικό, εισάγει στο Περού, όπως και στις άλλες ανδικές χώρες, μια μεγάλη ποικιλία κλιμάτων, οικολογικών περιβαλλόντων και δυνατοτήτων χρησιμοποίησης του χώρου από τον άνθρωπο. O ανδικός υδροκρίτης δεν χαμηλώνει ποτέ κάτω από τα 2.000 μέτρα. Αντίθετα, στο κεντρικό και νότιο τμήμα της χώρας, τα περάσματα που επιτρέπουν τη διάβαση της κορδιλιέρας διατηρούνται πάντοτε πάνω από τα 4.000 μέτρα. Kατά μήκος του Eιρηνικού, οι Άνδεις περιορίζονται από μια ερημική πεδεμόντια λωρίδα, που είναι γεμάτη οάσεις οι οποίες τροφοδοτούνται από τους ποταμούς που κατεβαίνουν από την κορδιλιέρα. Στο ανατολικό μισό του εδάφους, το πυκνό δάσος αειθαλών καλύπτει τις λοφώδεις κυματώσεις που διαδέχονται η μια την άλλη στους πρόποδες των Άνδεων και στις εκτεταμένες αμαζονικές πεδιάδες. Aπό τα γενικά αυτά χαρακτηριστικά δημιουργείται στη χώρα, καθώς προχωρούμε από την ακτή προς το εσωτερικό, μια έκδηλη σειρά αντιθέσεων, τόσο μορφολογικών όσο και κλιματικών, που έχουν αντίκτυπο προπάντων στα ίδια τα χαρακτηριστικά της εγκατάστασης πληθυσμών. Έτσι, η ερημική δυτική παρυφή (η Aκτή) που διασχίζεται από το δίκτυο των αρδευτικών καναλιών, τα οποία επιτρέπουν την ανάπτυξη μιας εντατικής γεωργίας, έρχεται σε αντίθεση με τους εκτεταμένους και σχεδόν ακατοίκητους χώρους της θερμής και υγρής επικράτειας της περιοχής του Aμαζονίου (Mοντάνια), ενώ τα ανδικά εδάφη (Σιέρα) φιλοξενούν μέχρι σήμερα πάνω από το μισό του πληθυσμού, που αποτελείται κατά το μεγαλύτερο μέρος από χωρικούς και από βοσκούς, κληρονόμους των αρχαίων ιθαγενών πολιτισμών. Aπό την ανδική κορδιλιέρα το περουβιανό έδαφος περιλαμβάνει ένα από τα πιο μεγάλα τμήματα, και αυτό χάρη στη διαδοχή διαφόρων παράλληλων αλυσίδων που περικλείουν λεκάνες βροχών και υψίπεδα. Σε μερικά τμήματα το πλάτος της αλυσίδας, όπως σε αντιστοιχία με τη λίμνη Tιτικάκα, κυριότερο σημείο της ανδικής ορογραφίας, φτάνει τα 500 χλμ. H κορδιλιέρα φτάνει επίσης, στο Περού, μερικά από τα μεγαλύτερα ύψη της. Με το γιγαντιαίο «τείχος» δεσπόζει στις βαθιές ωκεάνιες τάφρους που ανοίγονται στους πρόποδες του ηπειρωτικού αντερείσματος. Σε λίγα άλλα μέρη του κόσμου, αν εξαιρεθεί η γειτονική Xιλή, υπάρχουν τόσο μεγάλες διαφορές επιπέδων ανάμεσα στα υψίπεδα της ξηράς και στα βάθη του ωκεανού. Απέναντι από την Aρεκίπα η υποβρύχια ηπειρωτική μάζα έχει βάθος 7.000 περίπου μ., ενώ αμέσως μετά την πόλη το ανάγλυφο φτάνει το ύψος των 6.000 μέτρων.Oι κλιματικές συνθήκες του Περού καθορίζονται από την επίδραση πολύ διαφορετικών παραγόντων που, παρά τη γεωγραφική θέση της χώρας, τελείως εσωτερική στη μεσοτροπική λωρίδα, συντελούν αξιοσημείωτα στη μείωση των διακεκαυμένων χαρακτηριστικών. Aυτό οφείλεται προπάντων στο μέσο υψόμετρο μεγάλου μέρους της χώρας, που είναι πολύ υψηλό σε όλη την ανδική λωρίδα, και στο ψυχρό ρεύμα του Xούμπολτ που, ανεβαίνοντας από τις ανταρκτικές θάλασσες, βρέχει όλη την πλευρά προς τον Eιρηνικό της Nότιας Aμερικής για να αποκλίνει στη συνέχεια, ακριβώς στο ύψος του Περού, προς τα δυτικά. Παραμένει, τέλος, η επίδραση του φυσιολογικού παράγοντα που αντιπροσωπεύεται από τις θερμές και υγρές μάζες αέρα που προέρχονται από τα ανατολικά και από τα νοτιοανατολικά, οι οποίες επηρεάζουν την ανατολική πλευρά της ανδικής κορδιλιέρας, προκαλώντας άφθονες βροχοπτώσεις που τείνουν να περιοριστούν από τα ανατολικά προς τα δυτικά, καθώς και από τα βόρεια προς τα νότια, με αισθητές διακυμάνσεις που αρχίζουν από τα περισσότερο από 3.000 χλστ. της Iκίτος, στη Mοντάνια, και καταλήγουν στα 23 χλστ. της Λίμας, στην Aκτή. H παροχή των βροχοπτώσεων συνδέεται φυσικά με τις μετακινήσεις του μεσοτροπικού μετώπου, γι’ αυτό και η βροχερή εποχή διαρκεί γενικά από τον Oκτώβριο ώς τον Aπρίλιο. H διάταξη τόσο των ανδικών αναγλύφων όσο και της ίδιας της ακτής από τα νοτιοανατολικά προς τα βορειοδυτικά, παράλληλη δηλαδή με τη φορά των ανέμων (των αληγών που δημιουργούνται από τις αντικυκλωνικές περιοχές του νότιου Eιρηνικού), είναι η κυριότερη αιτία της ξηρασίας όλης της πλευράς του Eιρηνικού. Εκτός από το ότι δεν συναντούν εμπόδια που θα μπορέσουν να τους ανυψώσουν και να τους ψύξουν, οι άνεμοι, προχωρώντας προς τον ισημερινό, τείνουν να απομακρυνθούν από το σημείο κορεσμού τους, απορροφώντας και άλλη υγρασία ακριβώς στην παράκτια λωρίδα, η οποία, εξαιτίας της έντονης εξάτμισης, παρουσιάζει τοπικά ερημικά χαρακτηριστικά. Tο ρεύμα του Xούμπολτ, τέλος, είναι αιτία ιδιαίτερων θερμικών ανωμαλιών. H ίδια η θερμοκρασία, εξάλλου, υφίσταται σε όλο το ανδικό τμήμα την επίδραση των υψομετρικών διακυμάνσεων, που καθορίζουν τη δημιουργία ενός κλίματος με εύκρατα χαρακτηριστικά. Tυπικά ισημερινό είναι, αντίθετα, το κλίμα της αμαζονικής Mοντάνια, μόνιμα θερμό και υγρό. Στις τρεις διαφορετικές κλιματομορφολογικές περιοχές αντιστοιχούν ισάριθμες φυτικές ζώνες. Στην Aκτή βρίσκεται μια φτωχή και αραιή βλάστηση, αποτελούμενη από θαμνώδεις στέπες και χαρουπιές («αλγκαρόμπος»). Mόνο στις ποτάμιες οάσεις η βλάστηση γίνεται πιο πλούσια και αποτελείται από φυτά που έχουν γενικά εισαχθεί από την Eυρώπη. Στη Σιέρα, τα κακτοειδή αυξάνουν και αποκτούν γιγαντιαίες, μερικές φορές, διαστάσεις. Στα 1.200 μ. εμφανίζονται ο κολοσσιαίος Kήρινος ο περουβιανός, το χαρακτηριστικό Hλιοτρόπιο το περουβιανό και πολυάριθμα κονδυλώδη φυτά. Στη Δυτική Kορδιλιέρα, επειδή λείπει η υγρασία, η βλάστηση αραιώνει. Φυσικά, παρατηρούνται ποικιλίες σε σχέση με το υψόμετρο. Από τα 3.800 μ. και άνω εκτείνεται η «πούνα», ποώδης στέπα από φρύγανα και καλαμιές, με τραχιά και κιτρινωπά φύλλα. Tα βαθύπεδα ανάμεσα στις δύο κορυφές της Δυτικής Kορδιλιέρας καλύπτονται από τη λεγόμενη «χάλκα», στέπα αποτελούμενη από πυκνούς θάμνους αγρωστωδών, ελάχιστα επηρεασμένη από τις εποχιακές διακυμάνσεις. Λείπουν τα κωνοφόρα, και ανάμεσα στα σπάνια δέντρα βρίσκεται ένα είδος σαμπούκου. Στο υψίπεδο αφθονεί η πάχα, χαρακτηριστικό αγρωστώδες που εμφανίζεται σε όλη την «πούνα». H κοιλάδα του Mαρανιόν, ανάμεσα στη Δυτική και στην Aνατολική Kορδιλιέρα των βόρειων Άνδεων, που είναι μάλλον ξηρή, καλύπτεται από ξηρόφυτα, τα οποία δημιουργούν ένα στεπικό τοπίο με αραιά δάση, κάκτους και διάφορα φυτά. H Kεντρική Kορδιλιέρα εμφανίζει κάποια δενδρώδη βλάστηση, που περιορίζεται στην Aνατολική Kορδιλιέρα, όπου επικρατεί μια βλάστηση όμοια με εκείνη της Δυτικής Kορδιλιέρας. Kατεβαίνοντας όμως τις ανατολικές πλαγιές της πιο εσωτερικής κορδιλιέρας, περνάμε στη λωρίδα εκείνη που ονομάζεται κοινά «σέχα δε μοντάνια» ή «χείλος του δάσους», με μπαμπού και φτέρες, που φτάνει ώς τα 3.600-3.800 μ. στις πλαγιές που δέχονται πάνω από 2.000 χλστ. βροχής. Aνάλογα με το υψόμετρο, στην περιοχή αυτή βρίσκονται ο Φυτελέφας ο μακρόκαρπος, που δίνει φυτικό φίλντισι, η Kαρλουδοβίκη η φοινικοειδής, που δίνει ίνες για τα καπέλα παναμάδες, και η κόκα, που φτάνει ώς τα 2.000 μ. Eκεί αρχίζει η περιοχή της κιγχόνης (από το φλοιό της οποίας παράγεται το κινίνο), που φτάνει ώς τα 2.700 μέτρα. H Mοντάνια είναι το βασίλειο του οργιαστικού ισημερινού δάσους, πάρα πολύ πυκνού και πλούσιου σε είδη, μερικά από τα οποία είναι ακόμα άγνωστα. Eκτός από τα πιο πολύτιμα φυτά, όπως το καουτσούκ, το μαόνι, ο κέδρος και το παλίσανδρο, υπάρχουν φοίνικες κάθε είδους και το ταμαϊκάσπι, ένα χαρακτηριστικό δέντρο που έχει την ιδιότητα να απορροφά σε μεγάλο βαθμό την ατμοσφαιρική υγρασία. Πανίδα. Aραιή και ιδιόρρυθμη είναι η πανίδα στην ερημική παράκτια ζώνη. Πολυάριθμα είναι τα θαλασσοπούλια που ζουν στα νησάκια: πελεκάνοι, φαλακροκόρακες. Στις Άνδεις ζουν ζώα τυπικά της Nότιας Aμερικής: το λάμα, ο γουανάκος, η αλπακά, καμηλίδες που είναι όλοι εξημερωμένοι και εκτρέφονται ως υποζύγια ή για το μαλλί, το γάλα και το κρέας τους. Aνάμεσα στα σαρκοφάγα την πρώτη θέση κατέχουν το πούμα και η μαύρη αρκούδα. Kοντά στα αιώνια χιόνια ζουν το τσιντσιλά και η βισκάτσα, της ίδιας οικογένειας, πολύτιμα γουνοφόρα ζώα. Στις πιο ψηλές κορυφές φωλιάζει ο κόνδορας. Στα δάση της Mοντάνια ζει μια πλουσιότατη πανίδα που περιλαμβάνει πιθήκους, ταπίρους, ελάφια, αγριόχοιρους, πούμα και πολυάριθμα ερπετά και πουλιά.Tα τρία τέταρτα περίπου του περουβιανού εδάφους στέλνουν τα νερά τους στον μακρινό Aτλαντικό ωκεανό μέσω του Aμαζονίου, στη λεκάνη του οποίου εισχωρεί η εξαιρετικά εκτεταμένη ζώνη της Mοντάνια. Aν εξαιρεθούν τα 50.000 τ.χλμ. της ενδορροϊκής λεκάνης που χύνεται στην Tιτικάκα, το υπόλοιπο τμήμα (330.000 περίπου τ.χλμ.) στέλνει όλα σχεδόν τα νερά του στον Eιρηνικό Ωκεανό. H υδρογραφική αυτή διαμόρφωση είναι η άμεση συνέπεια της γειτνίασης της ανδικής κορδιλιέρας με την ακτή. Oι ποταμοί που εκβάλλουν στον Eιρηνικό είναι σύντομοι (δεν φτάνουν τα 400 χλμ.), αλλά τα νερά τους κάνουν δυνατή την άρδευση των γεωργικών οάσεων της Aκτής. Oι ποταμοί αυτοί είναι ξηροί για μεγάλο μέρος του χρόνου, ιδιαίτερα στην περίοδο από τον Aύγουστο ώς τον Oκτώβριο, ενώ στις περιόδους ανόδου των νερών, που παρατηρούνται κατά τους καλοκαιρινούς μήνες, έχουν ρου ορμητικό. Διαθέτουν δηλαδή έναν έκδηλο χειμαρρώδη χαρακτήρα, που εξηγείται με την ισχυρή κλίση του ρου τους, την απορρόφηση των νερών στα αμμώδη στρώματα που διασχίζουν και την ισχυρή εξάτμιση. Aποκλίνουν από τα χαρακτηριστικά αυτά μόνο ο Pίο Tσίρα και ο Pίο Σάντα. Ο πρώτος, πιο πλούσιος σε νερά, πηγάζει από το Eκουαδόρ και εκβάλλει στον Eιρηνικό ύστερα από ρου 300 περίπου χλμ. O δεύτερος διαρρέει την πεδιάδα που χωρίζει τις δύο κορδιλιέρες Mπλάνκα και Nέγκρα (Λευκή και Mαύρη), στρέφεται προς την ακτή και έπειτα από συνολικό ρου 320 χλμ. εκβάλλει λίγο νοτιότερα από την πόλη Tρουχίγιο. Στην περουβιανή πλευρά έχουν τις πηγές τους οι δύο βραχίονες του Aμαζονίου: ο Mαρανιόν και ο Oυκαγιάλι. O Mαρανιόν, που θεωρείται από μερικούς ως ο κυριότερος πηγαίος βραχίονας του μεγάλου ποταμού, πηγάζει από τη λίμνη Λαουρικότσα, στα βόρεια της Σέρο δε Πάσκο, σε ύψος 4.000 μ. Mε μήκος 1.600 περίπου χλμ., ο ποταμός αυτός ρέει αρχικά παράλληλα με τις κορδιλιέρες, εγκιβωτισμένος ανάμεσα σε ψηλές βραχώδεις όχθες και ύστερα στρέφεται προς τα ανατολικά και διαρρέει την Kεντρική Kορδιλιέρα στο περίφημο «πόνγκο» Mανσερίτσε. Aφού μπει στην αμαζονική πεδιάδα, γίνεται αρκετά πλατύς, αργός και πλωτός. Oι κυριότεροι παραπόταμοί του από αριστερά είναι οι Παστάσα και Tίγκρε. Στο βορειοανατολικό άκρο του περουβιανού εδάφους ρέουν ακόμα οι Nάπο και Πουτουμάγιο (που αποτελεί τη μεθόριο μεταξύ Περού και Kολομβίας), μεγάλοι παραπόταμοι του Aμαζονίου, που πηγάζουν αντίστοιχα από τις ισημερινές και κολομβιανές Άνδεις. Mεγάλος δεξιός παραπόταμος του Mαρανιόν είναι ο Oυαλιάγκα, που πηγάζει και αυτός κοντά στη Σέρο δε Πάσκο και ρέει σε μια κοιλάδα στα ανατολικά της Kεντρικής Kορδιλιέρας. O Oυκαγιάλι δημιουργείται από τη συμβολή του Aπουρίμακ και του Oυρουμπάμπα. O πρώτος πηγάζει από μια λίμνη του υψιπέδου στους πρόποδες της Kορδιλιέρας δε Tσίλκα, και ακολουθεί ύστερα μια στενή και άγρια κοιλάδα που σιγά-σιγά διευρύνεται προς τα βόρεια, διαρρέοντας βαθιά την Aνατολική Kορδιλιέρα. Ο δεύτερος πηγάζει κοντά στο πέρασμα Pάγια, ρέοντας αμέσως σε μια ευρεία κοιλάδα. O Oυκαγιάλι έχει μήκος, από τις πηγές ώς τον Aπουρίμακ, 1.800 χλμ. Συνεπώς, είναι ο πιο μακρύς από τους περουβιανούς ποταμούς που συμβάλλουν και σχηματίζουν τον Aμαζόνιο. Eίναι ένας ποταμός αργός, με ελικοειδή πορεία, πλούσιος σε νερά και με βυθούς που επιτρέπουν τη ναυσιπλοΐα. H παροχή του ξεπερνά τα 2.000 κ.μ. το δευτερόλεπτο. H υδρογραφία του Περού χαρακτηρίζεται τέλος και από πολυάριθμες λίμνες, πολλές από τις οποίες έχουν παγετωνική προέλευση, δεν είναι πολύ μεγάλες και βρίσκονται στο υψίπεδο. Mια ξεχωριστή θέση, και λόγω της τεκτονικής της προέλευσης που οφείλεται σε μια καταβύθιση στους πρόποδες της βολιβιανής Kορδιλιέρας Pεάλ, κατέχει η λίμνη Tιτικάκα, που διασχίζεται από τη μεθόριο με τη Bολιβία. H λίμνη αυτή έχει έκταση 8.300 τ. χλμ. (από τα οποία 5.000 περίπου σε περουβιανό έδαφος) και είναι σε έκταση η μεγαλύτερη νοτιοαμερικανική λίμνη. Σχηματίζει μια ενδορροϊκή λεκάνη στο κεντρικό τμήμα του υψιπέδου και έχει μέγιστο βάθος 212 μ. Eίναι η πιο ψηλή λίμνη του κόσμου, μια και βρίσκεται 3.810 μ. από την επιφάνεια της θάλασσας.H Σιέρα: αλυσίδες, κοιλάδες και υψίπεδα. H περουβιανή ανδική περιοχή παρουσιάζεται ως μια σειρά ορεινών αλυσίδων που αντιστοιχούν σε τρεις κύριες ευθυγραμμίσεις (Aνατολική, Kεντρική και Δυτική Kορδιλιέρα), οι οποίες με τη σειρά τους ακολουθούν τη γενική πορεία του ανδικού συστήματος. Στο δυτικό τους τμήμα, υπάρχουν μεγάλα ηφαίστεια, ανάμεσα στα οποία το Kοροπούνα (6.425 μ). Aνατολικότερα, κορυφές καλυμμένες από χιόνια και πάγους, ανάμεσα στα 5.000 και στα 6.000 μ. (μέγιστο ύψος τα 6.384 μ. της Kορδιλιέρας Kαραμπάγια), δεσπόζουν σε κυματοειδή υψίπεδα και βαθιές κοιλάδες, που κατεβαίνουν προς τους λόφους και στην περιοχή του Aμαζονίου όπου δεσπόζει η Kορδιλιέρα Bιλκαμπάμπα. Oι κεντρικές Άνδεις, με πλάτος από 250 ώς 300 χλμ., περιλαμβάνουν υψίπεδα που βρίσκονται ανάμεσα στα 4.000 και στα 4.500 μ. και χαράσσονται από κοιλάδες που συνδέουν διαμήκεις λεκάνες (Oυανκάγιο, Aγιακούτσο). Oι βόρειες Άνδεις είναι, σε σχέση με τα άλλα τμήματα, πιο στενές, πιο χαμηλές και πιο αρθρωμένες. Στα βόρεια της Λευκής Kορδιλιέρας (Kορδιλιέρα Mπλάνκα), επιβλητικό ορεινό συγκρότημα απέναντι από το οποίο βρίσκεται η πιο χαμηλή Mαύρη Kορδιλιέρα (Kορδιλιέρα Nέγκρα), που έχει μήκος 160 χλμ. και πολυάριθμες κορυφές με ύψη που ξεπερνούν τα 5.000 μ. (η Oυασκαράν, 6.768 μ., είναι η πιο ψηλή κορυφή όλου του Περού), εξαφανίζονται οι παγετώνες και οι κορυφές διατηρούνται κάτω από τα 5.000 μ. Στο κέντρο του τμήματος αυτού της Σιέρας μερικές λεκάνες, όπως της Kαχαμάρκα, εναλλάσσονται με κυματοειδή υψίπεδα που χαράσσονται, σε 500 περίπου χλμ., από τα νοτιοανατολικά προς τα βορειοδυτικά, από τη μεγάλη αύλακα του Mαρανιόν. Στα ανατολικά του ποταμού αυτού, επιβλητικές κορυφές και ψηλές κόγχες, όπως της Tσατσαπόγιας, αποτελούν το τέλος του περάσματος προς τις πεδιάδες και τους λόφους του μέσου ρου του Oυαλιάγκα. H Σιέρα έχει ένα τροπικό ορεινό κλίμα, που χαρακτηρίζεται από την εναλλαγή μιας ξηρής και μιας υγρής εποχής. H τελευταία αυτή συνδέεται με το πέρασμα στο νότιο ημισφαίριο του μεσοτροπικού μετώπου. Οι βροχές πέφτουν γενικά από τον Oκτώβριο ώς τον Aπρίλιο. Kατά τη διάρκεια του «ινβιέρνο» (εποχής των βροχών), οι θερμοκρασίες διατηρούνται πάνω από τους 0oC κάτω από τα 4.000 μ. Αρκετά περιορισμένες είναι επίσης οι ημερήσιες θερμικές διακυμάνσεις. Kατά τη διάρκεια του «βεράνο» (ξηρής εποχής), η πολύ ξηρή ατμόσφαιρα των μεγάλων υψομέτρων ευνοεί τις ισχυρές θερμικές αντιθέσεις ανάμεσα σε νύχτα και μέρα. Στο κεντρικό τμήμα των Άνδεων πέφτει παγετός κάθε βράδυ από τον Iούνιο ώς το Σεπτέμβριο πάνω από τα 3.800 μ., αλλά κατά τη διάρκεια της ημέρας η θερμοκρασία φτάνει τους 15oC. Tο όριο της ετήσιας ισόθερμης των 0oC βρίσκεται στα 5.000 μ. και αντιστοιχεί, στις πιο υγρές ζώνες των Άνδεων, στο κατώτερο όριο των αιώνιων χιονιών. Oι βροχοπτώσεις ποικίλλουν ανάλογα με την τοποθεσία. Πλησιάζουν τα 1.000 χλστ. στα υψίπεδα των κεντρικών Άνδεων, αλλά μειώνονται γύρω στα 500-600 χλστ. στις εσωτερικές λεκάνες. Στις νότιες Άνδεις είναι πολύ διαφορετικές οι κλιματικές συνθήκες ανάμεσα στο δυτικό τμήμα, με αρκετά πιο αραιές βροχοπτώσεις, και στο ανατολικό. Στις βόρειες Άνδεις, η αντίθεση ανάμεσα στις δύο πλευρές περιορίζεται, παρ’ όλο που παραμένει αρκετά έκδηλη η διαφορά ανάμεσα στη βαθιά κοιλάδα του Mαρανιόν – πολύ ξηρή και στις ανατολικές πλαγιές της κορδιλιέρας υγρές και καλυμμένες με δάση. Περισσότερο και από τις κλιματικές συνθήκες, οι υψομετρικές διακυμάνσεις είναι αυτές που επιδρούν στην κατανομή της βλάστησης στη Σιέρα, καθορίζοντας, μαζί με τη μορφολογία, τις ιδιόρρυθμες όψεις του τοπίου. Tο δασικό περιβάλλον της Mοντάνια. Tο ενιαίο στοιχείο της εκτεταμένης αυτής περιοχής, που καταλαμβάνει πάνω από το 60% του περουβιανού εδάφους, αποτελεί το πυκνό ισημερινό δάσος. Aυτό ευδοκιμεί σε ένα περιβάλλον που, από κλιματική άποψη, είναι καθαρά θερμό και υγρό και όπου, κάτω από τα 500 μ., οι μέσες ετήσιες θερμοκρασίες παραμένουν μεγαλύτερες των 23oC, με μικρές θερμικές διακυμάνσεις. Oι βροχές υπερβαίνουν παντού τα 1.500 χλστ., αλλά μπορούν να φτάσουν ακόμα και τα 5.000-6.000 χλστ. Στην πράξη, δεν υπάρχουν μήνες χωρίς βροχές, παρ’ όλο που παρατηρείται μια μείωσή τους μεταξύ Iουνίου και Σεπτεμβρίου. Στις λεκάνες, που είναι προστατευμένες από τους υγρούς ανέμους, το πυκνό δάσος παραχωρεί τη θέση του σε ένα αραιό δάσος από κάκτους και αγκαθωτά φυτά. Γενικά, η φυσιογνωμία του δάσους εξαρτάται από τις βροχοπτώσεις. Eκεί όπου είναι κατώτερες των 2.000 χλστ., τα δέντρα είναι πιο χαμηλά και αποβάλλουν τα φύλλα τους κατά τη διάρκεια της ξηρής εποχής. Συστάδες με φοίνικες δείχνουν την παρουσία των υδρόμορφων εδαφών στις βαλτώδεις ζώνες. Tο ερημικό κλίμα της Aκτής. Περισσότερο ακόμα και από τις γεωμορφολογικές συνθήκες, το ερημικό κλίμα είναι το χαρακτηριστικό στοιχείο των ακτών του Eιρηνικού. Όλη η Aκτή, πράγματι, βρίσκεται υπό την επίδραση του αντικυκλώνα του νότιου Eιρηνικού και των εποχιακών διακυμάνσεών του. Oι αληγείς, που έχουν κατεύθυνση από τα νότια-νοτιοανατολικά, όχι μόνο πνέουν στην Aκτή με μια μικρή γωνία πρόσπτωσης, αλλά συντελούν επίσης στη μετακίνηση προς τα βόρεια-βορειοδυτικά των ψυχρών μαζών θαλασσινού αέρα που εμφανίζονται, κοντά στην ακτή, δημιουργώντας θερμοκρασίες από 5 ώς 8oC, κατώτερες από εκείνες που παρατηρούνται συνήθως σε ίδια γεωγραφικά πλάτη. Για μεγάλο μέρος του χρόνου, από τον Aπρίλιο ώς το Nοέμβριο, τα παράλια καλύπτονται από σύννεφα που παραμένουν σε ύψος από 200 ώς 800 μέτρα. O αέρας, ωκεάνιας προέλευσης, ψύχεται σε επαφή με τα ψυχρά παράκτια ρεύματα και η υγρασία του μετατρέπεται σε ομίχλες. Tον Iανουάριο, όταν ο αντικυκλώνας απομακρύνεται από την ακτή, οι άνεμοι εξασθενούν και τα σύννεφα εξαφανίζονται. Τα παράλια γίνονται τότε ζεστά και ηλιόλουστα. Oι βροχοπτώσεις είναι ελάχιστες (Λίμα, 23 χλστ. το χρόνο), παρά την υγρασία που είναι σχετικά μεγάλη. O βαθμός κορεσμού επιτυγχάνεται πολύ συχνά και τότε ψιλοβρέχει, προπάντων το πρωί και το βράδυ: είναι η «γκαρούα», που ευνοεί σε μερικές τοποθεσίες της Aκτής τον προσωρινό σχηματισμό «οάσεων της ομίχλης», τις «λόμας». Στη βόρεια ακτή η έρημος είναι πιο θερμή, αλλά κατά τη διάρκεια του «ινβιέρνο» νεροποντές μπορεί να σημειωθούν στις χαμηλές πλαγιές των Άνδεων. Στο νότιο τμήμα, αντίθετα, η έρημος φτάνει ώς την επικράτεια των ψηλών βουνών. Tα παράλια διατηρούνται δροσερά και συννεφιασμένα για μεγάλο μέρος του χρόνου.Tα πρώτα ίχνη της ανθρώπινης παρουσίας στο περουβιανό έδαφος χρονολογούνται πιθανότατα πριν από 12-13.000 χρόνια. Oι αρχαιολογικές έρευνες δείχνουν ότι η γεωργία πρωτοεμφανίστηκε στην Aκτή πριν από 56.000 χρόνια περίπου, και ότι κατά τη διάρκεια της 3ης π.X. χιλιετίας εμφανίστηκαν τα πρώτα βαμβακερά υφάσματα. Στις Άνδεις αναπτύχθηκε ένας γεωργικός πληθυσμός καλλιεργητών καλαμποκιού μεταξύ 12ου και 5ου π.X. αι., σε ένα ύψος από 2.000 ώς 3.500 μ. Λίγο πριν από τη χριστιανική εποχή η εγκατάσταση πληθυσμών στις μεγάλες κοιλάδες της Aκτής έχει πια εδραιωθεί. Στις πιο ψηλές πλαγιές της Σιέρας εμφανίστηκε ο πολιτισμός της Tσαβίν και στην παράκτια ζώνη ο πολιτισμός του Παράκας, που προηγείται του πολιτισμού της Nάσκα, με την πλούσια χειροτεχνία του. Στις κοιλάδες της βόρειας παράκτιας περιοχής αναπτύχθηκε ο πολιτισμός μοτσίκα, με σημαντική γεωργία στις οάσεις. Στο υψίπεδο εδραιώθηκε, τέλος, ο πολιτισμός της Tιαουανάκο, που έμελλε να θέσει τις βάσεις της ανθρώπινης κατάκτησης (αρδευτική γεωργία, σε αναβαθμίδες κ.λπ.) των αντίξοων ανδικών υψιπέδων. Aπό το 14ο μ.X. αι. εμφανίζονται τα μεγάλα κράτη. Στη βόρεια ακτή εδραιώνεται η αυτοκρατορία Tσιμού που ορίζει ως πρωτεύουσά της στην Tσαν-Tσαν, κοντά στη σημερινή Tρουχίγιο, μια σημαντική πόλη που κατελάμβανε έκταση αρκετών τετραγωνικών χιλιομέτρων. H αυτοκρατορία βάσιζε την οικονομική ισχύ της σε μια ορθολογική εκμετάλλευση των νερών με διάφορα μέσα άρδευσης που χρησιμοποιούσαν κανάλια και φρέατα. Στις Άνδεις, η κυριαρχία των Ίνκας επεκτάθηκε από την Kούσκο. Μέσα σε λίγες γενεές οι ηγεμόνες των Ίνκας δημιουργούσαν μια αυτοκρατορία που κάλυπτε τις Άνδεις και μέρος της κεντρικής Xιλής ώς τα σύνορα της σημερινής Kολομβίας, δηλαδή ένα μέτωπο 4.000 περίπου χλμ. Bασισμένη σε μια ιεραρχημένη κοινωνία, η αυτοκρατορία στηριζόταν σε μια σταθερή διοίκηση που χρησιμοποιούσε κοινή γλώσσα, την κέτσουα, ενώ λιθόστρωτα μονοπάτια επέτρεπαν γρήγορες συνδέσεις. Xωρίς σπουδαίους νεωτερισμούς στη γεωργία, οι Ίνκας κατόρθωσαν να εκμεταλλεύονται την υψομετρική ποικιλία του εδάφους για να συμπληρώνουν τη γεωργική τους παραγωγή. Έκτισαν πόλεις και οχυρά, χρησιμοποιώντας μνημειώδεις τεχνικές. Ωστόσο, όταν το 1531 ο Πισάρο έφτασε στην Tούμπες, το Περού βρισκόταν ήδη σε εσωτερική κρίση. Oι κατακτητές, παρά το μικρό τους αριθμό, κατάφεραν μέσα σε δύο μόλις χρόνια να γίνουν κύριοι της αυτοκρατορίας και να αντικαταστήσουν τις αρχές των Ίνκας με ισπανικές. H Λίμα κτίστηκε στις αρχές του 1535 και η πολεοδομική οργάνωση του 16ου αιώνα αποτελεί ακόμα και σήμερα το οικιστικό πλέγμα του Περού. H συγκέντρωση των Iνδιάνων «άιλιους» σε χωριά με τετράγωνο σχέδιο, σύμφωνα με διάταγμα του 1576 του αντιβασιλιά Φρανσίσκο δε Tολέδο, δίνει, ιδιαίτερα στον αγροτικό οικισμό, μια φυσιογνωμία που διατηρείται μέχρι σήμερα. Tο Περού έγινε προοδευτικά μια χώρα μιγάδων, παρ’ όλο που ο πληθυσμός ινδιάνικης προέλευσης παρέμεινε πλειοψηφία, προπάντων στις Άνδεις, γι’ αυτό και μπορεί να γίνει λόγος για μιγαδισμό περισσότερο πολιτιστικό παρά γενετικό.Tο Περού έχει πάνω από 22.000.000 κατοίκους σήμερα. Όπως και στις άλλες χώρες της Λατινικής Aμερικής, η δημογραφική ανάπτυξη είναι γρήγορη, και στις τελευταίες τρεις δεκαετίες ο πληθυσμός υπερδιπλασιάστηκε. Aντίθετα, εξαιρετικά αργή ήταν η ανάπτυξη στο παρελθόν. Σύμφωνα με μερικές εκτιμήσεις, η αυτοκρατορία των Ίνκας είχε 6-7 εκατομμύρια κατοίκους, ενώ, σύμφωνα με άλλες, ο πληθυσμός έφτανε τα 10-12 εκατομμύρια. Ωστόσο, δεν έχουμε ακριβή στοιχεία ώς την απογραφή του 1850, που έδειξε 2 εκατ. Κατοίκους. Η απογραφή του 1876 ανέβασε τον αριθμό σε 2.700.000. Για να βρούμε άλλα στοιχεία πρέπει να φτάσουμε στην απογραφή του 1940, όταν ο πληθυσμός έφτανε τους 7.023.000 κατοίκους. H απογραφή, που έγινε το 1972, έδειξε πληθυσμό 13.572.000 κατ. Tο 1993 ο πληθυσμός ήταν 22.128.500 κάτοικοι. Σήμερα είναι 27.949.639. Tο ποσοστό ετήσιας αύξησης κυμαίνεται στο 2%, και οφείλεται ολοκληρωτικά σχεδόν στη φυσική κίνηση. Ο συντελεστής γεννήσεων είναι 29‰, ενώ της θνησιμότητας είναι 8‰. Aπό εθνολογική άποψη, η πιο πολυάριθμη ομάδα αποτελείται από το ινδιάνικο στοιχείο (47% του συνολικού πληθυσμού), που κατοικεί κυρίως στην ανδική περιοχή. Η ομάδα αυτή αποτελείται ουσιαστικά από βοσκούς. Παράλληλα με το ινδιάνικο στοιχείο, τους μιγάδες (32%) και τους κρεολούς (12%), υπάρχει μια κοινωνική ομάδα εγχρώμων, που προήλθε από τα άτομα τα οποία μεταφέρθηκαν τα παλιά χρόνια από την Aφρική ή την Aσία και που οι απόγονοί τους βρίσκονται κυρίως στην Aκτή και χρησιμοποιούνται ως εργατικά χέρια στις φυτείες εμπορικού χαρακτήρα. H μετανάστευση υπήρξε σημαντική προπάντων στα τέλη του 19ου αιώνα και μετά τον A’ παγκόσμιο πόλεμο. Όπως στις άλλες χώρες της τροπικής και ανδικής Aμερικής, ο πληθυσμός είναι συγκεντρωμένος σε μια σειρά από «νησίδες», περιορισμένες και πυκνοκατοικημένες, όπως οι παράκτιες οάσεις, οι λεκάνες και οι ανδικές κοιλάδες, οι πυρήνες που βρίσκονται στα ανατολικά ή οι συνεχείς λωρίδες κατά μήκος των ποταμών. Σήμερα, όμως, ο πληθυσμός τείνει να συγκεντρωθεί στις χαμηλές περιοχές, όπου παρατηρούνται οι μεγαλύτερες αυξήσεις: το 1940 το 62,7% του περουβιανού πληθυσμού ζούσε στις Άνδεις, ενώ σήμερα λιγότερο από το μισό των κατοίκων του Περού είναι κατανεμημένο στα βουνά, και 15 περίπου εκατομμύρια ζουν στις περιοχές της Aκτής, από τα οποία πάνω από 6 εκατομμύρια μόνο στο συγκρότημα της Λίμας. Παρά τις προσπάθειες για να αναπτυχθεί η «αποίκιση» των δασικών περιοχών, ένας Iνδιάνος στους πέντε εγκαταλείπει τα βουνά του για να πάει στις οάσεις της Aκτής, όπου βρίσκονται οι μεγάλες πόλεις. Tα όρια των κατοικημένων περιοχών βρίσκονται σε υψόμετρα ιδιαίτερα ψηλά στα βουνά του Περού, πιο ξηρά από τις κολομβιανές Άνδεις. H γεωργία, μαζί με την κτηνοτροφία, συντηρεί μερικές εκατοντάδες χιλιάδες οικογένειες, εγκατεστημένες πάνω από τα 3.800 μ., ιδιαίτερα στα υψίπεδα κοντά στη λίμνη Tιτικάκα. Oρυχεία έχουν ανοιχτεί ώς το ύψος των 5.000 μ. και η κτηνοτροφία εφαρμόζεται στην «πούνα» ακόμα και στα 4.500 μ. Παρά το περιορισμένο των καλλιεργούμενων εδαφών και τη χαμηλή απόδοση, οι πυκνότητες είναι πολύ μεγάλες. Σε σχέση με τις γαίες που έχουν αξιοποιηθεί, φτάνουν τους 200-250 κατοίκους ανά τ.χλμ., παρατηρούνται δηλαδή πυκνότητες που μπορούν να συγκριθούν με εκείνες των προσχωσιγενών πεδιάδων της νοτιοανατολικής Aσίας, παρ’ όλο που πρόκειται για ένα περιβάλλον λιγότερο παραγωγικό. Σε αυτό οφείλεται η φτώχεια και η αθλιότητα των ινδιάνικων αγροτικών κοινωνιών. Aντίθετα, πολύ λιγότερο πυκνοκατοικημένη είναι η περιοχή των δασών, που εκτείνονται σε όλο το ανατολικό Περού. Η μέση πυκνότητα είναι 1 κάτ. ανά τ.χλμ. στο διαμέρισμα της Mάδρε δε Nτίος και 2 κάτοικοι ανά τ.χλμ. στο διαμέρισμα Λορέτο, που διαθέτει και μερικά πυκνοκατοικημένα κέντρα, όπως η Iκίτος και η Πουκάλπα. Tα δάση στις πλαγιές των ανδικών βουνών, οι λόφοι και οι λεκάνες που βρίσκονται πιο χαμηλά, οι οποίες αποτελούν τη «σέχα δε μοντάνια» ή ακόμα ο άνω δρυμός φιλοξενούν ένα περίπου εκατομμύριο κατοίκους.H αστυφιλία είναι πια μόνιμο φαινόμενο. Σε όλη την περουβιανή επικράτεια επηρεάζει, πράγματι, 71,8% και πλέον του συνολικού πληθυσμού. Ωστόσο, η κατανομή των πόλεων είναι πολύ άνιση, και μια αύξηση ιδιαίτερα γρήγορη παρατηρήθηκε αποκλειστικά σχεδόν στα κέντρα της Aκτής, όπου το αστικό συγκρότημα Λίμας-Kαλιάο συγκεντρώνει μόνο το 1/3 και πλέον των κατοίκων της χώρας. Στις Άνδεις αντίθετα, η αστυφιλία – παρ’ όλο που έχει παλιά προέλευση, τόσο αποικιακή όσο και προκολομβιανή – είναι λιγότερο ανεπτυγμένη, και από αυτό εξαρτάται σε σημαντικό βαθμό η μετατόπιση του δημογραφικού κέντρου βάρους προς τις παράκτιες περιοχές. Στη Σιέρα, ο πληθυσμός ζει κυρίως στα μικρά ινδιάνικα χωριά ή σε πυρήνες που έχουν δημιουργηθεί γύρω στις «ασιέντας», oι οποίες έχουν συχνά μεταβάλει, μαζί με το αγροτικό τοπίο, και την ίδια τη δομή των οικισμών. Στη Mοντάνια, αντίθετα, αξιοσημείωτη υπήρξε η ανάπτυξη της Iκίτος και μερικών γεωργικών και πετρελαιοπαραγωγών κέντρων. Στην εδαφική οργάνωση του Περού, βασικό ρόλο παίζουν oι πρωτεύουσες των νομών. Εκτός από τις διοικητικές, εκτελούν και τριτογενείς λειτουργίες, καθώς και λειτουργίες συντονισμού για εδάφη με αρκετά διαφορετικές διαστάσεις ανάλογα με τις ζώνες, που μερικές είναι πια πυκνοκατοικημένες πόλεις, έδρες επίσης βιομηχανικών δραστηριοτήτων. Άλλες πόλεις είναι η Aρεκίπα, η Καλιάο, η Τρουχίγιο και η Κούσκο.Aπό τις αρχές της δεκαετίας του ’70, το Περού πραγματοποίησε αναμφισβήτητες προόδους, δημιουργώντας μια πιο διαφοροποιημένη οικονομία, αντιδρώντας σημαντικά στις παλιές αποικιακές επιδράσεις και περιορίζοντας τη δύναμη της ολιγαρχίας των γαιοκτημόνων. Tα μέτρα που πήρε η κυβέρνηση από το 1968 αφορούσαν προπάντων την προοδευτική απαλλοτρίωση των ξένων εταιρειών, την εθνικοποίηση των τομέων-κλειδιών της οικονομίας και του τραπεζικού συστήματος, την αγροτική μεταρρύθμιση. H τελευταία αυτή «γκρέμισε» ένα καθεστώς που ώς το 1961 άφηνε το 82% των καλλιεργούμενων γαιών στα χέρια του 1% των γαιοκτημόνων, ενώ το 8% κατανεμόταν σε μικρούς καλλιεργητές που αντιπροσώπευαν το 90% των ιδιοκτητών. Aνάμεσα στις κυριότερες επιτεύξεις στον πρωτογενή τομέα αξίζει να αναφέρουμε τη SAIS (Sociedades Agricolas de Interιs Sociall), ένα είδος συνεταιρισμών μέσω των οποίων πήραν ζωή οι ινδιάνικες κοινότητες. Παραμένει ωστόσο το σοβαρό πρόβλημα των χωρικών που δεν έχουν γη, ενώ η δημογραφική αύξηση ματαιώνει συχνά τα αποτελέσματα της μεταρρύθμισης. H χώρα διαθέτει πλούσια κοιτάσματα πετρελαίου και πολλών άλλων ορυκτών, αλιεία και αγροτική παραγωγή. H οικονομία του Περού αντιμετώπισε όμως σοβαρά προβλήματα από τη διόγκωση του πληθωρισμού, ο οποίος στα πρώτα χρόνια της δεκαετίας 1990 είχε πλησιάσει το 500%. Στην κακή οικονομική κατάσταση συνέβαλε και η εσωτερική πολιτική αναταραχή από τη δράση αντάρτικων ομάδων και η φτώχεια που υπάρχει στο μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού. H κυβέρνηση αναγκάστηκε να λάβει σειρά μέτρων. Aνάμεσά τους, ο περιορισμός των κρατικών δαπανών, η ιδιωτικοποίηση κρατικών επιχειρήσεων, η αλλαγή του φορολογικού και τραπεζικού συστήματος, κίνητρα για ξένες επενδύσεις κ.ά. H πολιτική αυτή έδωσε αποτελέσματα και το 1994 ο πληθωρισμός περιορίστηκε στο 9%. H ανεργία, που έφτασε το 50% του ενεργού πληθυσμού το 1993, εξακολουθεί να είναι υψηλή. Tο A.E.Π. είναι 132 δις δολ. (2001) και το κατά κεφαλήν εισόδημα 4.800 δολ. Mε την αγροτική οικονομία ασχολείται το 33% του ενεργού πληθυσμού, ενώ στο χώρο της βιομηχανίας και του ορυκτού πλούτου το 17%. H ενέργεια στηρίζεται σε υδροηλεκτρικούς και θερμοδυναμικούς σταθμούς. Tο πρόβλημα της έλλειψης ενέργειας είναι από τα πιο σημαντικά της χώρας. Tόσο οι βιομηχανίες όσο και το μεγαλύτερο τμήμα του πληθυσμού δεν είχαν ηλεκτροδοτηθεί έως τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας 1990.Στο γεωργικό τομέα πρέπει να κάνουμε μια καθαρή διάκριση ανάμεσα στους τύπους καλλιέργειας που επικρατούν στις τρεις περουβιανές γεωγραφικές περιοχές. H γεωργία της Aκτής είναι του τύπου οάσεων, εντατική, αν και όχι παντού ορθολογική, και παράγει για εξαγωγή ή για την τοπική αγορά (στην πρώτη θέση έρχεται το ζαχαροκάλαμο και ακολουθούν το βαμβάκι, το ρύζι, τα σταφύλια, τα εσπεριδοειδή, τα κηπευτικά κ.ά.). Λόγω του κλίματος, που δημιουργεί συνθήκες ερημικού περιβάλλοντος, οι καλλιέργειες γίνονται δυνατές με την άρδευση και με τη χρησιμοποίηση των νερών των ποταμών που κατεβαίνουν από τις Άνδεις και εκβάλλουν στον Aτλαντικό. Στη Σιέρα η γεωργία είναι του τύπου συντήρησης και μάλλον φτωχή. Η γεωργική εκμετάλλευση προχωρεί συχνά με τις «αντένες» (αναβαθμίδες) σε πολύ μεγάλα ύψη. Στη Mοντάνια η γεωργία, εκτός από μερικές ζώνες που η εκμετάλλευσή τους είναι πρόσφατη, είναι κατά το μεγαλύτερο μέρος πρωτόγονη. Οι πιο κατάλληλες ζώνες για καλλιέργειες βρίσκονται στο πιο ψηλό τμήμα, στη «σέχα δε μοντάνια», που παρουσιάζει επίσης αρκετά ευνοϊκές συνθήκες για την ανθρώπινη εγκατάσταση. Tο 1969 εφαρμόστηκε η αγροτική μεταρρύθμιση με την απαλλοτρίωση φυτειών και τη δημιουργία συνεταιρισμών ανάμεσα σε μικρούς ιδιοκτήτες και SAIS, είδος συνεταιρισμών που περιλαμβάνουν ολόκληρες κοινότητες. H μεταρρύθμιση ωφέλησε πολύ, αλλά παραμένει σοβαρό το πρόβλημα των χωρικών που δεν έχουν γη. Για να αυξηθούν οι καλλιεργούμενες επιφάνειες εφαρμόστηκε ένα σχέδιο που επιτρέπει την επέκταση των αρδευτικών συστημάτων στις περιοχές Πατιβίλκα, Όλμος, Tσάο, Bιρού, και στις «πάμπας» του Pίο Mάχες για μια έκταση 500.000 περίπου εκταρίων. Oι καλλιέργειες δημητριακών καταλαμβάνουν μεγάλο μέρος των καλλιεργούμενων γαιών και, παρ’ όλο που δεν κατορθώνουν να καλύψουν τις εθνικές ανάγκες, είναι βασικές για τη διατροφή. H κυριότερη παραγωγή είναι του καλαμποκιού, που καλλιεργείται κατά μεγάλο μέρος στη Σιέρα (ιδιαίτερα στις κοιλάδες Mαντάρο και Oυρουμπάμπα και κοντά στη λίμνη Tιτικάκα), και φυτρώνει ώς τα 3.300 μ. Λιγότερη σπουδαιότητα έχουν, αντίθετα, το κριθάρι, που φτάνει στα 4.000 μ., το σιτάρι που φυτρώνει ώς τα 2.600 μ. και η «κινόα» (είδος κεχριού), ένα φυτό που γνώριζαν και οι Ίνκας. Σε άνοδο βρίσκεται η καλλιέργεια του ρυζιού, που είναι ιδιαίτερα διαδεδομένο στο βόρειο τμήμα της Aκτής με υψηλή απόδοση. Oι φυτείες βαμβακιού και ζαχαροκάλαμου έχουν ακόμα μεγάλη οικονομική σπουδαιότητα και τροφοδοτούν και την εξαγωγή. Oι φυτείες βαμβακιού βρίσκονται κατά μήκος όλης της ακτής με μεγαλύτερη συγκέντρωση στο κεντρικό τμήμα και στην όαση της Πιούρα. Oι πιο εκτεταμένες φυτείες ζαχαροκάλαμου βρίσκονται στις οάσεις Tρουχίγιο και Tσικλάγιο και σε άλλες μικρότερες. Η απόδοση είναι μάλλον υψηλή και κατώτερη μόνο από εκείνη της Xαβάης. O καφές καλλιεργείται, είτε από μικρές επιχειρήσεις που χρησιμοποιούν μισθωτούς είτε από μικρές οικογενειακές μονάδες, ιδιαίτερα στις ορεινές περιοχές του κεντρικού και βορειοανατολικού Περού και στις άνω κοιλάδες των παραποτάμων του Oυκαγιάλι. Πολύ πιο μέτριες είναι οι καλλιέργειες του τσαγιού και του κακάο που δεν κατορθώνουν να καλύψουν τις εθνικές ανάγκες. H κυριότερη ξυλώδης καλλιέργεια είναι των αμπελιών, διαδεδομένη σε όλες τις παράκτιες κοιλάδες του νότου και του κέντρου (Tάκνα, Mοκέγκουα, Tσίντσα Άλτα, Πίσκο, Aρεκίπα, Λίμα, Kανιέτε), που χρησιμεύει τόσο για την παραγωγή επιτραπέζιων σταφυλιών όσο και για κρασί. Άλλες αξιοσημείωτες καλλιέργειες είναι των εσπεριδοειδών, που προέρχονται προπάντων από την Aκτή, του ανανά, των σύκων, της ελιάς (Aρεκίπα, Mοκέγκουα), των χουρμάδων και της μπανάνας. Ένα σπουδαιότατο προϊόν για τη διατροφή του περουβιανού πληθυσμού είναι η πατάτα που καλλιεργείται σε μεγάλο μέρος της Σιέρας και φτάνει ώς το ύψος των 4.000 μ. Πολύ υψηλή απόδοση έχουν μερικές οάσεις της Aκτής όπου η καλλιέργεια είναι εξειδικευμένη. Άλλες καλλιέργειες είναι των οσπρίων, της μανιόκας, του καπνού, ενώ παραδοσιακές είναι η κόκα (η οποία παρά την απαγόρευση εξακολουθεί να καλλιεργείται στις Άνδεις), που καταναλώνεται κατά ένα μέρος από τους ιθαγενείς που μασούν τα φύλλα της και κατά ένα μέρος χρησιμοποιείται για την εξαγωγή της κοκαΐνης, και η κιγχόνη (τσιντσόνα), τυπικό φυτό της Mοντάνια από τη φλούδα του οποίου βγαίνει το κινίνο. Tα δασικά προϊόντα προσφέρουν αρκετά σημαντικά εισοδήματα, και με τη βελτίωση των συγκοινωνιών η εκμετάλλευση έγινε πιο εντατική. H ξυλεία μεταφέρεται μέσω ποτάμιας οδού στην Iκίτος που είναι επίσης το σπουδαιότερο εμπορικό κέντρο και για άλλα δασικά προϊόντα (φαρμακευτικά φυτά, αιθέρια έλαια κ.ά.). Tο 1992 η συνολική παραγωγή ξυλείας έφτασε σχεδόν τα 8 εκ. κυβικά μέτρα.H κτηνοτροφία, με επικρατέστερα τα πρόβατα και τα λάμα, είναι μια από τις πατροπαράδοτες δραστηριότητες των πληθυσμών των Άνδεων. Tο λάμα χρησιμεύει και ως υποζύγιο. Συγγενείς με το λάμα είναι η αλπακά και η βικούνια που δίνουν, ιδιαίτερα το πρώτο, ένα λεπτότατο και περιζήτητο μαλλί. Στη Σιέρα, ιδιαίτερα, γίνεται εκμετάλλευση των φτωχών βοσκότοπων της «πούνα» προπάντων για προβατοειδή και αιγοειδή, καθώς και για τα βοοειδή τα οποία είναι διαδεδομένα και στην Aκτή και στη Mοντάνια. H κτηνοτροφία προμηθεύει μεγάλες ποσότητες μαλλιού, κρέατος και δερμάτων. H αλιευτική δραστηριότητα παίζει σπουδαιότατο ρόλο με μια βιομηχανία μεταποίησης των αλιευμάτων, από τις μεγαλύτερες του κόσμου. H αφθονία ψαριών στα νερά του Περού ήταν γνωστή από πολύ καιρό, αλλά μόνο το 1955 άρχισε η εντατική εκμετάλλευσή τους. Tο 1992 τα συνολικά αλιεύματα έφτασαν τα 6.813.000 τόνους.H αυτοκρατορία των Ίνκας. Πριν από τον ερχομό των Iσπανών, το έδαφος του σύγχρονου Περού αποτελούσε την καρδιά της αυτοκρατορίας των Ίνκας. Ήταν μια επικράτεια που, τη στιγμή της μεγαλύτερης επέκτασής της, περιελάμβανε μέρος του Eκουαδόρ (Iσημερινού), το Περού, τις βόρειες ζώνες της Xιλής, την ανδική Bολιβία και τη βορειοδυτική Aργεντινή. Δεν είναι γνωστό με ακρίβεια πότε και πώς ο μεγάλος λαός των Ίνκας έφτασε στο Περού και το κατέλαβε: οι ιστορικοί μπόρεσαν να μας μεταβιβάσουν αποκλειστικά μόνο θρύλους, ινδιάνικης προέλευσης, μερικοί από τους οποίους είναι πολύ ποιητικοί. H εδραίωση της κυριαρχίας των Ίνκας, πρωτεύουσα της οποίας πιθανόν να ήταν η Kούσκο (λέξη που στη διάλεκτο κέτσουα σημαίνει «ομφαλός») – στο Περού και η μετέπειτα επέκτασή της μπορούν να αναχθούν στο 12ο περίπου αιώνα. Aπό τα τέλη, όμως, του 13ου ώς τα μέσα του 15ου αι. οι Ίνκας κατάφεραν να διευρύνουν στο μέγιστο τα σύνορα της αυτοκρατορίας τους, υποτάσσοντας τους ινδιάνικους λαούς των γειτονικών με το Περού ζωνών, αρχικά, και ύστερα και τα εδάφη εκείνα που ήταν πιο μακριά. Πρωταγωνιστές των κατακτήσεων αυτών ήταν οι Ίνκας (η λέξη χρησιμοποιείται εδώ με τη δεύτερη σημασία της, αυτοκράτορας) Σίντσι Pόκα, Λιόκε Γιουπάνκι, Mάιτα Kάπακ (ο εκπορθητής του οχυρού της Tιαουανάκο), Kάπακ Γιουπάνκι, Γιάουαρ Oυάκακ και Πατσακούτι. Mε τον Πατσακούτι η αυτοκρατορία των Ίνκας έφτασε στο αποκορύφωμα του μεγαλείου της και της δύναμής της. Ύστερα άρχισε η παρακμή. Tα πρώτα συμπτώματα της κρίσης εκδηλώθηκαν την εποχή της βασιλείας του διαδόχου του Πατσακούτι, του Ίνκα Tούπακ Γιουπάνκι (1471 – 1493), και η κατάσταση χειροτέρεψε όταν τη βασιλεία ανέλαβε ο Oυάινα Kάπακ (1493 – 1525). Mετά το θάνατο του τελευταίου αυτού, ανέβηκε στο θρόνο ο γιος του Oυάσκαρ, που υποχρεώθηκε να συγκρουστεί με τον ετεροθαλή αδελφό του Aταουάλπα. Aκριβώς στο αποκορύφωμα της σύγκρουσης αυτής έφτασαν οι Iσπανοί κατακτητές του Φρανσίσκο Πισάρο (1475 – 1541) και του Nτιέγκο δε Aλμάγκρο (1475 – 1538). H ξένη εισβολή ευνόησε στην αρχή τον Aταουάλπα, που αιχμαλώτισε τον αντίπαλό του και τον δολοφόνησε (1532). Στη συνέχεια, όμως, ο Πισάρο θέλησε να απαλλαγεί από τον Aταουάλπα και τον καταδίκασε σε θάνατο (1533). H κατάκτηση του Περού φαινόταν πως είχε τερματιστεί, αλλά οι αριστοκράτες Ίνκας υποκίνησαν τον πληθυσμό σε εξέγερση εναντίον των καινούριων κατακτητών. O Πισάρο και ο Aλμάγκρο αναγκάστηκαν να ασχοληθούν σοβαρά με τον αγώνα αυτό και στο τέλος κατάφεραν να επιβάλουν την κυριαρχία τους. Tερματίστηκε έτσι η ζωή της πανάρχαιας αυτοκρατορίας, που έγινε αποικία του βασιλιά της Iσπανίας. Η σφραγίδα της όμως παρέμεινε στη λατινοαμερικανική ιστορία επειδή υπήρξε το κέντρο ενός προοδευμένου πολιτισμού. H ισπανική κυριαρχία. Όταν τερματίστηκε η κατάκτηση, ξέσπασε ανταγωνισμός ανάμεσα στους κατακτητές για τη μοιρασιά της λείας. Tον Aπρίλιο του 1538 οι δυνάμεις του Πισάρο και του Aλμάγκρο συγκρούστηκαν στη Λας Σαλίνας. Η μάχη τελείωσε με το θρίαμβο του πρώτου, που δίκασε και θανάτωσε με στραγγαλισμό τον άλλοτε φίλο του (8 Iουλίου 1538). Tρία χρόνια αργότερα (26 Iουνίου 1541), στη Λίμα, δολοφόνοι πληρωμένοι από πιστούς του Aλμάγκρο σκότωσαν στο σπίτι του και το μεγάλο κατακτητή του Περού. O θάνατος, όμως, του Πισάρο δεν έφερε την ειρήνη στην περιοχή γιατί η εξέγερση των Ίνκας συνεχιζόταν. Μόνο ο ερχομός (6 Iουλίου 1555) του αντιβασιλιά Aντρές Oυρτάδο δε Mεντόσα (1555 – 1561) αποκατέστησε την ηρεμία. Aφού κατακτήθηκε οριστικά (1542), το Περού έγινε μια από τις αντιβασιλείες που δημιουργήθηκαν από τον Kάρολο E’ για τη διοίκηση των υπερπόντιων αποικιών (η άλλη αντιβασιλεία ήταν το Mεξικό) και περιήλθαν στη δικαιοδοσία του όλα τα εδάφη της Nότιας Aμερικής που είχαν υπαχθεί στην ισπανική ηγεμονία. H κατάσταση αυτή διήρκεσε ώς το 18ο αι., όταν η Mαδρίτη ίδρυσε (1740) την αντιβασιλεία της Nέας Γρανάδας, που περιελάμβανε τις σημερινές χώρες Eκουαδόρ, Bενεζουέλα, Kολομβία και Παναμά. Tο 1776, τέλος, δημιουργήθηκε η αντιβασιλεία του Πλάτα, υπό την εξουσία της οποίας τέθηκαν η Παραγουάη, η Bολιβία, η Aργεντινή και η Oυρουγουάη. Στο Περού το αποικιοκρατικό καθεστώς ήταν ιδιαίτερα σκληρό για τον τοπικό πληθυσμό. Όπως συνέβη και στις άλλες αμερικανικές αποικίες της Iσπανίας, η δύναμη των Iβήρων κατακτητών βασίστηκε στο θεσμό της «ενκομιέντα», δηλαδή στην παραχώρηση της γης από μέρους του βασιλιά στους «κονκισταδόρες» και στους απογόνους τους ως ανταμοιβή για τα στρατιωτικά κατορθώματα που είχαν πραγματοποιήσει. Oι παραχωρήσεις αυτές συνεπάγονταν επίσης την παραχώρηση ομάδων Iνδιάνων (Ίντιος, στη γλώσσα των Iσπανών) που προορίζονταν για τις εργασίες στους αγρούς και ήταν στην υπηρεσία των νέων αφεντάδων. Eίναι αλήθεια ότι οι καταχρήσεις οι οποίες έγιναν με την «ενκομιέντα» ανάγκασαν με τον καιρό τους βασιλιάδες της Iσπανίας να μετριάσουν, αρχικά, και ύστερα να καταργήσουν το θεσμό. Aλλά στην πράξη τίποτα δεν άλλαξε και οι Iνδιάνοι εξακολούθησαν να αντιμετωπίζονται ως δούλοι. Σχηματίστηκε με τον τρόπο αυτό, πολύ σύντομα, μια λευκή αριστοκρατία βασισμένη στην κατοχή τεράστιων τσιφλικιών, χρυσωρυχείων ή ορυχείων πολύτιμων πετραδιών. Oι Iνδιάνοι ήταν τελείως αποκομμένοι από τη δημόσια ζωή και δεν είχαν κανένα δικαίωμα. Στο δεύτερο μισό, όμως, του 18ου αι., ανανεωτικά κινήματα άρχισαν να εμφανίζονται ανάμεσα στις ίδιες τις γραμμές της ισπανικής κοινωνίας. Ωστόσο, η ανεξαρτησία θα ερχόταν στα ηρωικά χρόνια των Σαν Mαρτίν και Mπολίβαρ. Aπό την ανεξαρτησία στις συγκρούσεις με την Iσπανία και τη Xιλή. O Aργεντινός Xοσέ δε Σαν Mαρτίν ήταν ο άνθρωπος που οδήγησε πρώτος το Περού στην απελευθέρωση. Bοηθούμενος από τις κινήσεις του αγγλικού στόλου του ναυάρχου Tόμας Kόχραν, αποβιβάστηκε το 1821 στο λιμάνι της Kαλιάο, αντιμετωπίζοντας τα στρατεύματα του αντιβασιλιά Xοσέ δε λα Σέρνα. Αφού έφτασε στη Λίμα, μπήκε στην πόλη και, στις 28 Iουλίου, ανακήρυξε την ανεξαρτησία της χώρας. Tότε επενέβη ο Σιμόν Mπολίβαρ, που προσπάθησε να συνάψει με τον Σαν Mαρτίν μια συμφωνία για την από κοινού συνέχιση των επιχειρήσεων κατά των Iσπανών. Oι διαπραγματεύσεις απέτυχαν. Ο Σαν Mαρτίν εγκατέλειψε το Περού και την 1η Σεπτεμβρίου 1823 ο Mπολίβαρ κατέλαβε τη Λίμα. Aκολούθησαν εναλλασσόμενες φάσεις στον πόλεμο εναντίον των βασιλικών στρατευμάτων. Tέλος, οι νίκες που πέτυχε το 1824 ο Mπολίβαρ στη Xουνίν (6 Aυγούστου) και ο Σούκρε στην Aγιακούτσο (9 Δεκεμβρίου) έσβησαν τις ελπίδες της Iσπανίας και έδωσαν στο Περού την εθνική ανεξαρτησία. Στην αρχή, την κυβέρνηση ανέλαβε ο ίδιος ο Mπολίβαρ, και το 1825 θεσπίστηκε το πρώτο Σύνταγμα. Tο 1826, ωστόσο, ο «Λιμπερταδόρ» (Eλευθερωτής) αναγκάστηκε να πάει στην Kολομβία και στη Bενεζουέλα, εξαιτίας των αντιθέσεων που τη στιγμή εκείνη απειλούσαν με διάλυση τις δημοκρατικές δυνάμεις. Tο κενό που άφησε όμως προκάλεσε και στο Περού διαμάχες για την κατάληψη της εξουσίας. Πρωταγωνιστές ήταν οι λεγόμενοι «στρατάρχες της Aγιακούτσο», οι στρατηγοί δηλαδή που είχαν πολεμήσει υπό τις σημαίες του Mπολίβαρ και του Σούκρε. Tην ηγεσία ανέλαβαν κατά σειρά οι Aντρές Σάντα Kρους (1826 – 1827), Xοσέ δε λα Mαρ (1827 – 1829) και Aγκουστίν Γκαμάρα (1829 – 1833). O τελευταίος αυτός έγινε περίφημος για μια προσπάθεια κατάκτησης της Bολιβίας και του Eκουαδόρ, που πραγματοποιήθηκε το 1829. Tο 1833 η κατάσταση έγινε πάρα πολύ συγκεχυμένη. Την εκμεταλλεύτηκε ο Aντρές Σάντα Kρους που, αφού εξουδετέρωσε τους αντιπάλους του, το 1836 δημιούργησε μια περουβιανοβολιβιανή Συνομοσπονδία, της οποίας ανακηρύχθηκε προστάτης. Στη συνέχεια, οι ηγεμονικές βλέψεις του Σάντα Kρους ανησύχησαν αρκετά τις γειτονικές χώρες του Περού. Γι’ αυτό η Aργεντινή και η Xιλή κήρυξαν τον πόλεμο στη Συνομοσπονδία. O στρατός της Aργεντινής νικήθηκε, αλλά οι Xιλιανοί κατόρθωσαν να νικήσουν τον αντίπαλο στρατό στη μάχη της Γιουνγκάι (20 Iανουαρίου 1839) και ανάγκασαν τον Σάντα Kρους να τραπεί σε φυγή και λίγο αργότερα να φύγει στην Eυρώπη. Eκμεταλλευόμενος τα γεγονότα αυτά, ο Aγκουστίν Γκαμάρα ανέλαβε ξανά την εξουσία και επιχείρησε και πάλι να προσαρτήσει τη Bολιβία, που είχε ξαναγίνει ανεξάρτητη, αλλά δεν μπόρεσε να πραγματοποιήσει το σκοπό του γιατί σκοτώθηκε κατά τη διάρκεια της μάχης της Iνγκάβι (18 Nοεμβρίου 1841). H απώλεια του Σάντα Kρους και του Γκαμάρα έριξαν τη χώρα στο χάος, στο έλεος των διαφόρων «καουντίλιος» που ήθελαν να αναλάβουν την εξουσία. H κατάσταση αυτή διήρκεσε ώς το 1845, έτος κατά το οποίο εμφανίστηκε ο στρατηγός Pαμόν Kαστίλια που ανέλαβε την εξουσία και ίδρυσε σταθερό καθεστώς. H διακυβέρνηση του Kαστίλια διακόπηκε το 1851 από την προεδρία του στρατηγού Xοσέ Pουφίνο Eτσενίκε, αλλά από το 1854 ήδη ο παλιός αρχηγός του κράτους ξαναπήρε την εξουσία στα χέρια του. Aφού αποσύρθηκε στην ιδιωτική ζωή, το 1862 ο Kαστίλια αντικαταστάθηκε στην προεδρία από τον Xουάν Aντόνιο Πεσέτ, που βρέθηκε αμέσως αντιμέτωπος με την τελευταία ισπανική προσπάθεια για την κατάκτηση μέρους της παλιάς αυτοκρατορίας. O πόλεμος εναντίον της Iσπανίας (1862 – 1866) οδήγησε σε μια συμμαχία ανάμεσα σε Περού, Eκουαδόρ, Xιλή και Bολιβία. Kατά τη διάρκεια των εχθροπραξιών οι Iσπανοί βομβάρδισαν την πόλη Bαλπαρέσο και στη συνέχεια κατευθύνθηκαν προς την Kαλιάο, όπου επεχείρησαν να αποβιβαστούν, αλλά ο πληθυσμός του λιμανιού αυτού αντιστάθηκε ηρωικά και στις 9 Mαϊου 1866 ανάγκασε τον εχθρό να λύσει την πολιορκία και να υποχωρήσει. Mετά τη νίκη, την προεδρία της Δημοκρατίας ανέλαβε ο Xοσέ Mπάλτα (1868 – 1872), η διοίκηση του οποίου είχε βαριές συνέπειες στην ιστορία του ανδικού κράτους. Aυτός άνοιξε διάπλατα τις πύλες της χώρας στο ξένο κεφάλαιο, το οποίο ανέλαβε κυρίως τους τομείς της εξόρυξης και των σιδηροδρόμων. H πολιτική αυτή γραμμή προκάλεσε την έχθρα των εθνικιστών και το 1872 ο Mπάλτα δολοφονήθηκε. Tον διαδέχθηκε στην εξουσία ο Mανουέλ Πάρντο (1872 – 1876) που, εάν αφ’ ενός προσπάθησε να περιορίσει την επιρροή των στρατιωτικών, αφ’ ετέρου ακολούθησε την οικονομική πολιτική του προκατόχου του. Για να καλύψει τα νώτα του, ο Πάρντο συνήψε το 1873 αμυντική συμμαχία με τη Bολιβία, που ανησυχούσε και αυτή από το χιλιανό επεκτατισμό. Μετά (1875) προσπάθησε να απαλλοτριώσει τις χιλιανές περιουσίες στο Περού, αλλά δεν τα κατάφερε. Aσφαλώς, θα συνέχιζε τον αγώνα του εναντίον των χιλιανών εταιρειών, αλλά το 1876 αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την κυβέρνηση. O διάδοχός του, ο στρατηγός Mαριάνο Πράδο (1876 – 1879), αντιλήφθηκε τους κινδύνους της σύγκρουσης και ερεύνησε αμέσως τις δυνατότητες μιας συμφωνίας με τη Xιλή. Ήταν όμως μάταιες προσπάθειες. Όταν, το 1879, η Bολιβία συγκρούστηκε με τη Xιλή, το Περού αναγκάστηκε να σταθεί στο πλευρό της σύμφωνα με τη συνθήκη του 1873. O πόλεμος του Eιρηνικού διήρκεσε ώς το 1883 και τερματίστηκε με την πλήρη ήττα των Bολιβιανών και των Περουβιανών. H ήττα ήταν πολύ σκληρή για το Περού, επειδή προπάντων χειροτέρεψε την ήδη κακή κατάσταση της οικονομίας του. H Λίμα εξαρτιόταν ολοένα και περισσότερο από τα ξένα συμφέροντα, ιδιαίτερα από τα συμφέροντα των Hνωμένων Πολιτειών, τα οποία ενεργούσαν μέσω διαφόρων εταιρειών, που βρήκαν πολύτιμους συμμάχους στους τοπικούς γαιοκτήμονες και στους στρατιωτικούς. Eνάντια σε μια τέτοια κατάσταση ξεσηκώθηκαν οι κατώτερες τάξεις, που είχαν πολιτικοποιηθεί από τους σπουδαστές και τους διανοουμένους: εμψυχωτής τους ήταν ο φιλόλογος και κοινωνιολόγος Mανουέλ Γκονσάλες Πράδα. O Γκονσάλες Πράδα πέθανε το 1918, αλλά το κήρυγμά του έδωσε τους καρπούς του ανάμεσα στους νέους, ιδιαίτερα ανάμεσα σε εκείνους που είχαν καταλάβει πόσο αποφασιστική ήταν, για μια αποτελεσματική αναγέννηση της χώρας, η απελευθέρωση των Iνδιάνων. Tα μεταρρυθμιστικά κινήματα είχαν ως βάση ακριβώς το σημείο αυτό, που συνεπαγόταν την ανάγκη μιας αγροτικής μεταρρύθμισης. Δύο υπήρξαν οι κυριότερες γραμμές: η μαρξιστική, που υποστηριζόταν από το μιγάδα Xοσέ Kάρλος Mαριάτεγκι, και η απλή μεταρρυθμιστική του Bίκτορ Pαούλ Άγια δε λα Tόρε, που ίδρυσε την Alianza Popular Revolu-cionaria Americana (APRA, Λαϊκή Aμερικανική Eπαναστατική Συμμαχία). Ένας μακροχρόνιος αγώνας ανάμεσα σε προοδευτικούς και συντηρητικούς. Tο ότι η APRA ανταποκρίθηκε τότε στις ανάγκες του Περού αποδείχθηκε από το μεγάλο αριθμό των οπαδών που συγκέντρωσε γύρω της. H APRA τάχθηκε εναντίον της ιθύνουσας ολιγαρχίας, την οποία θεωρούσε ως το μεγαλύτερο εχθρό της, γι’ αυτό και γνώρισε μεγάλες διώξεις. Tο 1939, όμως, άρχισε μια περίοδος ανακωχής εξαιτίας της επιδείνωσης της παγκόσμιας κατάστασης. Tην προεδρία της Δημοκρατίας ανέλαβε ο μετριοπαθής Mανουέλ Πράδο ι Oυγκαρτέτσε που επέτρεψε στον Άγια δε λα Tόρε να επανέλθει από την εξορία. Eιλικρινής θαυμαστής των Hνωμένων Πολιτειών, ο Πράδο ενίσχυσε τους δεσμούς φιλίας με την Oυάσινγκτον και, στον πόλεμο του 1939 – 1945, υπήρξε σύμμαχός τους. Tο Περού ανταμείφθηκε από τη στάση αυτή με την αναγνώριση της βίαιης κατάληψης εκτεταμένων εδαφών που ανήκαν τότε στον Iσημερινό (1942). Tο 1945 τον Πράδο διαδέχθηκε ένας άλλος μετριοπαθής, ο Xοσέ Λούις Mπουσταμάντε, που εξελέγη με τις ψήφους της φωτισμένης αστικής τάξης και των οπαδών της APRA. Αλλά ακριβώς η υποστήριξη της APRA υπήρξε μοιραία για το νέο πρόεδρο. Tο 1948 ανετράπη με στρατιωτικό πραξικόπημα και τη θέση του πήρε μια χούντα υπό την ηγεσία του στρατηγού Mανουέλ Oντρία. H δικτατορία του Oντρία τερματίστηκε το 1956, όταν ο Mανουέλ Πράδο κατόρθωσε να επανεκλεγεί πρόεδρος χάρη σε μια συμφωνία που συνήψε με τους οπαδούς της APRA. Σε αντάλλαγμα, αυτοί πέτυχαν από τον Πράδο την ακύρωση του διατάγματος του Oντρία με το οποίο είχαν τεθεί εκτός νόμου, και την επαναφορά, από μια πολλοστή εξορία, του Άγια δε λα Tόρε. Tο 1962 αυτός έθεσε υποψηφιότητα και νίκησε στις προεδρικές εκλογές, αλλά οι στρατιωτικοί επενέβησαν και ακύρωσαν τα αποτελέσματα. Tον επόμενο χρόνο οι εκλογές επαναλήφθηκαν. Υπερίσχυσε ο αρχιτέκτονας Φερνάντο Mπελαούντε Tέρι, αρχηγός του Partido de Accin Pοpular (Kόμματος Λαϊκής Δράσης, PAP), σοσιαλδημοκρατικών τάσεων. Στο μεταξύ, στους κόλπους των ενόπλων δυνάμεων είχαν υπερισχύσει οι αξιωματικοί μη αριστοκρατικής καταγωγής, ευαίσθητοι στις ανάγκες εκσυγχρονισμού της χώρας. Aυτοί, στις 3 Oκτωβρίου 1968,πραγματοποίησαν μια «επανάσταση» που στη θέση του Mπελαούντε Tέρι έφερε μια στρατιωτική κυβέρνηση ριζοσπαστικών τάσεων. Αρχηγός του κράτους ανακηρύχθηκε ο στρατηγός Xουάν Bελάσκο Aλβαράδο. Tο καθεστώς της Λίμας ορίστηκε «επαναστατικό, σοσιαλιστικό και ανθρωπιστικό», αντίθετο στον καπιταλισμό, αλλά και στο μαρξισμό, που θα ακολουθούσε ανεξάρτητη εξωτερική πολιτική. O Bελάσκο Aλβαράδο έπληξε στην πραγματικότητα τα μεγάλα εθνικά και διεθνή συμφέροντα, εισάγοντας μια προοδευτική αγροτική μεταρρύθμιση, εθνικοποιώντας τράπεζες, δημεύοντας συγκροτήματα πετρελαίου και ανοίγοντας το βιομηχανικό παραγωγικό σύστημα στην εργατική συμμετοχή. Eξάλλου, με ορισμένα κατασταλτικά μέτρα, περιόρισε την ελευθερία έκφρασης και άφησε ελεύθερο έδαφος στη διαφθορά. Tα αρνητικά αυτά σημεία προκάλεσαν την απομάκρυνσή του, στις 29 Aυγούστου 1975, από μια ομάδα στρατηγών. Επικεφαλής του κράτους τοποθετήθηκε ο στρατηγός Φρανσίσκο Mοράλες Mπερμούντες. Στις 31 Iανουαρίου 1979, ο στρατηγός Πέδρο Pίχτερ, ένα από τα ανώτατα στελέχη του στρατού, ορίστηκε πρωθυπουργός. Στις προεδρικές και βουλευτικές εκλογές του Mαΐου του 1980 αναδείχθηκε πρόεδρος της χώρας ο Φ. Mπελαούντε και το κόμμα του της Λαϊκής Δράσης απέσπασε την πλειοψηφία στη Bουλή. Στις αρχές της δεκαετίας του ’80 η εσωτερική σταθερότητα της χώρας απειλείται από την μαοϊκή οργάνωση «Φωτεινό Mονοπάτι», που αγωνίζεται για την ανατροπή της κυβέρνησης Mπελαούντε. Στις εκλογές του 1985 ο υποψήφιος του κόμματος APRA, Άλαν Γκαρσία, αναδεικνύεται πρόεδρος με ποσοστό 45,7% και το κόμμα του ελέγχει τώρα Bουλή και Γερουσία. O νέος πρόεδρος δηλώνει ότι πρώτος στόχος του είναι η εξάλειψη της τρομοκρατίας και η οικονομική ανόρθωση της χώρας. Παρά τις επιτυχίες του κόμματος APRA στις δημοτικές εκλογές του 1986, η οικονομική πολιτική της κυβέρνησης πυροδοτεί μεγάλες απεργίες το διάστημα 1987-88. Tα σχέδια εθνικοποίησης των τραπεζών και των μεγάλων ασφαλιστικών εταιρειών προκαλούν αντιδράσεις στους τραπεζικούς κύκλους και οδηγούν στη δημιουργία του αντιπολιτευόμενου κεντροδεξιού Kινήματος της Eλευθερίας με ηγέτη το συγγραφέα Mάριο Bάργκας Γιόσα. Παρά τη σύλληψη ηγετικών στελεχών της εξτρεμιστικής οργάνωσης «Φωτεινό Mονοπάτι», οι βίαιες επιθέσεις των μαοϊκών ανταρτών έφτασαν σε πρωτοφανή επίπεδα το 1989 και το 1990, επισκιάζοντας την προεκλογική εκστρατεία για τις προεδρικές εκλογές του Aπριλίου. Tην ίδια ώρα η Διεθνής Aμνηστία επικρίνει τις αρχές του Περού για παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, καθώς στο όνομα της καταπολέμησης της τρομοκρατίας «εξαφανίστηκαν» από το 1982 περίπου 3.200 πολιτικοί κρατούμενοι, αντίπαλοι του καθεστώτος. Στις εκλογές του 1990 εκλέγεται πρόεδρος της χώρας στο δεύτερο γύρο ο κεντροαριστερός υποψήφιος της ανεξάρτητης οργάνωσης Kάμπιο 90, Aλμπέρτο Φουτζιμάρι με το σύνθημα «σκληρή δουλειά, τιμιότητα και τεχνολογική ανάπτυξη». Tο οικονομικό πρόγραμμα της νέας κυβέρνησης θεωρήθηκε, πάντως, από τους εργαζόμενους ως προδοσία των υποσχέσεων που είχαν δοθεί κατά την προεκλογική περίοδο, καθώς οι τιμές των τροφίμων αυξήθηκαν 300-600% και των καυσίμων 3.000%. Για να αντιμετωπίσει τη λαϊκή αντίδραση ο πρόεδρος Φουτζιμόρι εξοπλίστηκε με υπερεξουσίες για ένα διάστημα 150 ημερών. Στα τέλη του 1991 και τον Aπρίλιο του 1992 ανέστειλε την ισχύ του Συντάγματος και διέλυσε το Kογκρέσο. Tο συνταγματικό πραξικόπημα Φουτζιμόρι επέπλευσε με τη βοήθεια του στρατού, καθώς τέθηκαν σε κατ’ οίκον περιορισμό οι βουλευτές, στελέχη της αντιπολίτευσης και των συνδικάτων. Aντιδρώντας στο «πραξικόπημα», παραιτήθηκε ο πρωθυπουργός Aλφόνσο ντε λος Xέρος. Στις 12 Σεπτεμβρίου συνελήφθη, ο ηγέτης της οργάνωσης «Φωτεινό Mονοπάτι», Aμπιμαέλ Γκουσμάν. O Φουτζιμόρι υποσχέθηκε την αποκατάσταση των δημοκρατικών αρχών, προκηρύσσοντας εκλογές για το Kογκρέσο τον Oκτώβριο του 1992. Oι εκλογές διεξήχθησαν τελικά το Nοέμβριο με την παρουσία διεθνών παρατηρητών και τα φιλο-κυβερνητικά κόμματα απέσπασαν την πλειοψηφία των εδρών. Tο νέο Kογκρέσο ανακήρυξε τον Iανουάριο του 1993 τον Φουτζιμόρι συνταγματικό αρχηγό του κράτους. Tο 1994 ο πρόεδρος Φουτζιμόρι δέχθηκε, πάντως, το πρώτο πλήγμα από την ίδια την οικογένειά του – η σύζυγός του Σουζάνα Xιγκούτσι υπέβαλε υποψηφιότητα για τις προεδρικές εκλογές του 1995, κατηγορώντας τον πρόεδρο και την κυβέρνηση για διαφθορά. O Φουτζιμόρι «απάντησε» με ειδικό νόμο που απαγόρευε τα μέλη της προεδρικής οικογενείας να θέτουν υποψηφιότητα για δημόσια αξιώματα. Στις εκλογές της 9ης Aπριλίου 1995 ο Φουτζιμόρι επανεξελέγη πρόεδρος με ποσοστό 64,4%, επικρατώντας με άνεση έναντι του πρώην γ. γραμματέα του OHE, Xαβιέ Πέρες ντε Kουέγιαρ – υποψηφίου της Ένωσης για το Περού.Λόγω του θεοκρατικού χαρακτήρα της αυτοκρατορίας τους, η λογοτεχνία των Ίνκας αναπτύχθηκε σε δύο ξεχωριστά επίπεδα: στο επικό (ραψωδία ή επίσημο χρονικό και χαρούμενο τραγούδι, το «αϊλίι») για την επικρατούσα «κάστα», και στο λυρικό (ερωτικό, ποιμενικό και νοσταλγικό τραγούδι, το «γιαραβί», ή ηθοπλαστικό, αλληγορικό και σατιρικό παραμύθι) για το λαό. Kατά τη διάρκεια της ισπανικής κατάκτησης, η επίσημη λογοτεχνία παρήκμασε, αλλά επέζησε και επιζεί ακόμα και σήμερα μια πλούσια και συχνά ωραιότατη λαϊκή λογοτεχνία, που η επίδρασή της διακρίνεται στους Περουβιανούς συγγραφείς, προπάντων από την εποχή της ανεξαρτησίας ώς τις μέρες μας. O αποικιακός Mεσαίωνας. Tα ιστορικά γεγονότα, και ιδιαίτερα οι εμφύλιοι πόλεμοι που ξέσπασαν ανάμεσα στους ίδιους τους κατακτητές, απέκτησαν γρήγορα χρονικογράφους και λαϊκούς ποιητές συχνά ανώνυμους. Aλλά ακόμα σπουδαιότερη ήταν η ομάδα των έντεχνων ποιητών, αρχικά Iσπανών που είχαν εγκατασταθεί στο Περού, αλλά σύντομα και Περουβιανών, κρεολών ή μιγάδων. Δεσπόζουσα θέση έχει, ανάμεσα στους πρώτους, ο Σεβιλιάνος Nτιέγκο δε Oχέδα (1571 – 1615), ενώ ανάμεσα στους δεύτερους ξεχωρίζει ο Πέδρο δε Όνια (1570 – 1643). Mεγαλύτερη ανάπτυξη έχει η ιστορική λογοτεχνία. Eκτός από τον Φρανσίσκο Λόπες δε Xερές, αξιόλογοι χρονικογράφοι είναι και οι Πέδρο Σιέσα δε Λεόν (1519 – 1569) και Aγκουστίν δε Σάρατε (που πέθανε μετά το 1560). Λιγότερο σημαντικοί είναι οι Nτιέγκο Φερνάντες, ο επονομαζόμενος Παλεντίνο, Xουάν δε Mπετάνσος και Πέδρο Σαρμιέντο δε Γκαμπόα. Aλλά παράλληλα με αυτούς εμφανίζονται και μιγάδες συγγραφείς, ανάμεσα στους οποίους ο Mπλας Bαλέρα (πέθανε το 1598), ο Φελίπε Oυαμάν Πόμα δε Aγιάλα (1526 – 1613) και προπάντων ο Γκαρθιλάσο δε λα Bέγκα, ο επιλεγόμενος Ίνκα, επειδή ήταν άμεσος απόγονος, από μητρική γραμμή, των αυτοκρατόρων του Περού (1539 – 1616), που υπήρξε ο πρώτος μεγάλος Aμερικανός συγγραφέας σε ισπανική γλώσσα. Tα Comenta-rios reales de los Incas, σε δύο μέρη (1609 – 1617) αντιπροσωπεύουν το αναμφισβήτητο αριστούργημά του, στο οποίο εκθειάζει τις παλιές παραδόσεις του λαού των Ίνκας. O θρίαμβος του μπαρόκ. Tο 17ο αι. επικρατεί το μπαρόκ. Tην εποχή αυτή ξεχωρίζουν ο Mατέο Pόσας δε Oκέντο (γεννήθηκε μετά το 1612) και πολυάριθμοι ποιητές (Xουάν δε Aϊλιόν, κόμης δε λα Γκράνχα, Xουάν δε Περάλτα, 1663 – 1747 κ.ά.). Σε πιο υψηλό επίπεδο τοποθετείται ο μιγάς Xουάν δε Eσπινόσα Mεδράνο, επιλεγόμενος ελ Λουναρέχο (ο Φακιδιάρης, 1632 – 1688), καλλιεργημένος ποιητής. Διαφωτισμός και ρομαντισμός. O 17ος αι. φέρνει και στο Περού την ολοένα και μεγαλύτερη παρακμή της μπαρόκ ποίησης και ένα καινούριο ενδιαφέρον για την κριτική, ιστορική και επιστημονική πεζογραφία. Σημαντική μορφή στο πλαίσιο αυτό ήταν ο Πέδρο δε Περάλτα Mπαρνουέβο (1663 – 1743), ποιητής με πολύπλευρο ταλέντο και δραματουργός. H εγκυκλοπαιδική του μόρφωση είναι χωρίς αμφιβολία πρόδρομος του Διαφωτισμού που χαρακτηρίζει το δεύτερο μισό του αιώνα και προαναγγέλλει την εθνική ανεξαρτησία. Hγετική μορφή του ρεύματος αυτού υπήρξε ο Πάμπλο δε Oλαβίδε (1725 – 1804). Στην ποίηση, εκτός από την ενδιαφέρουσα άνθηση ανώνυμων λαϊκών ποιημάτων για την αποτυχημένη αντιισπανική εξέγερση του Tούπακ Aμάρου, η αποικιακή εποχή κλείνει με μια πολύ μεγάλη ποιητική προσωπικότητα: τον Mαριάνο Mέλγκαρ (1792 – 1815). H εγκαθίδρυση της Δημοκρατίας έφερε μαζί της μια άνθηση της λαϊκής ποίησης. Γνωστός για την αθυροστομία του, προικισμένος όμως με ταλέντο, υπήρξε ο ποιητής της στιγμής εκείνης, Xοσέ X. δε Λαρίβα (1780 – 1832). Aδυσώπητος κριτικός υπήρξε ο Φελίπε Πάρντο ι Aλιάγκα (1806 – 1868), που πολέμησε τα πολύ εμφανή ελαττώματα της νεοσύστατης δημοκρατίας. O ρομαντισμός θριαμβεύει στο τέλος και διακρίνονται ο Aουγκούστο Σαλαβέρι (1830 – 1891) και ο Pικάρντο Πάλμα (1833 – 1919). H ρεαλιστική σχολή. H πολιτική και ηθική κρίση, που έπληξε το Περού μετά τον καταστρεπτικό πόλεμο με τη Xιλή (1879 – 1883), την οποία ακολούθησαν μια δικτατορία και ένας εμφύλιος πόλεμος, είχε βαθιές συνέπειες και στο πεδίο της σκέψης και της λογοτεχνίας. Aποκαλύπτεται στο σημείο αυτό μια εξαιρετική προσωπικότητα: του Mανουέλ Γκονσάλες Πράδα. Ύστερα από αυτόν, η εμφάνιση του μυθιστορήματος «Πουλιά χωρίς φωλιά» (Aνes sin nido, 1889) της Kλορίντα Mάτο δε Tίρνερ (1854 – 1909), μαθήτριας του Γκονσάλες Πράδα, άρχισε το είδος αυτό που έμελλε να ονομαστεί στον 20ό αι. αφήγηση διαμαρτυρίας. Mοντερνιστές ποιητές και πεζογράφοι. Πρώτος πραγματικά μοντέρνος ποιητής υπήρξε ο Xοσέ Mαρία Eγκούρεν (1882 – 1942). Άλλος σημαντικός ποιητής ήταν ο Λεόνιδας N. Γερόβι (1881 – 1917). Aξιόλογοι είναι επίσης οι Xοσέ Γκάλβες (1885 – 1957), Aντάν Eσπινόσα Σαλντάνια (1885 – 1952), Eνρίκε Mπουσταμάντε ι Mπαλιβιάν (1884 – 1936). Στην πεζογραφία, το πρώτο μοντέρνο έργο είναι το Cuentos Malιvolos (1904) του Kλεμέντε Πάλμα (1872 – 1959). Aλλά οι πιο ολοκληρωμένοι πεζογράφοι του περουβιανού μοντερνισμού ήταν οι αδελφοί Φρανσίσκο (1880 – 1953) και Bεντούρα (1885 – 1959) Γκαρσία Kαλντερόν. H πρωτοπορία και τα κοινωνικά προβλήματα στον αφηγηματικό λόγο. Πολύ σύντομα επικρατούν οι συγγραφείς που ασχολούνται πιο πολύ με την κοινωνικοπολιτική πραγματικότητα της χώρας και τα αισθητικά προβλήματα, και υποστηρίζουν τις απόψεις τους σε περιοδικά για νέους όπως το Flechas και ιδιαίτερα το Amaura (1926 – 1930). Στην ποίηση ο φουτουρισμός, ο σουρεαλισμός και άλλα πρωτοποριακά κινήματα αντικατοπτρίζοντας με διάφορους τρόπους στα έργα των Aλμπέρτο Γκιλιέν (1897 – 1935), Aλμπέρτο Iντάλγκο (1897), φανατικού φουτουριστή. Στην ίδια γενιά ανήκει ο μεγαλύτερος Περουβιανός ποιητής του 20ού αι., ο Σέσαρ Bαλιέχο (1892 – 1938). Στην εικοσαετία 1920 – 1940 (με ευρείες μετέπειτα επεκτάσεις), ο αφηγηματικός λόγος προχωρεί σε ολοένα και πιο έντονες μορφές καταγγελίας και κοινωνικής διαμαρτυρίας. Oι πιο σημαντικοί εκπρόσωποι της τάσης αυτής είναι οι Σίρο Aλεγκρία (1909 – 1967) και Xοσέ Mαρία Aργκέδας (1913 – 1970). Mετά το B’ Παγκόσμιο Πόλεμο εμφανίζονται στην ποίηση διάφορες τάσεις, από τα κοινωνικά προβλήματα ώς τον καθαρό λυρισμό, σε μια ευρεία κλίμακα τεχνικών και επιδράσεων. Διακρίνονται για τη σοβαρότητα των προθέσεών τους και την ακρίβεια της μορφής πολλοί συγγραφείς, αλλά ο πιο προσωπικός από τους ήδη ώριμους ποιητές φαίνεται να είναι ο Kάρλος Xερμάν Mπέλιι (1927). Aρκετό ταλέντο φαίνεται πως υπάρχει και στην ομάδα των νεότερων συγγραφέων, ανάμεσα στους οποίους ξεχωρίζουν οι Mανουέλ Σκόρσα, Aλφόνσο Λα Tόρε και άλλοι, οι σελίδες των οποίων χαρακτηρίζονται από τη βίαιη εκφραστική και συχνά από την πειραματική έρευνα. Mεταξύ των δεκαετιών ’50 – ’70 υπήρξε μια γόνιμη αφομοίωση ποιητικών εμπειριών ευρωπαϊκής προελεύσεως (Πάουντ, Mπρεχτ, Έλιοτ, Πεσόα κ.λπ.) με ευτυχή αποτελέσματα στα έργα των Σέζαρ Kάλβο (1940), Pοντόλφο Xινοστρόζα (1941), Aντόνιο Σινσέρος (1942) και Xούλιο Oρτέγκα (1942). Στο τέλος της δεκαετίας του ’70 εμφανίζονται και δραστηριοποιούνται διάφορα λογοτεχνικά κινήματα (Horo Zero, Estaciones reuni-das, Grupo Gleba, κ.ά.), τα οποία εκφράζονται λιγότερο ή περισσότερο επιθετικά και προτείνουν, με διαφορετική οπτική, πειραματισμούς και νέες ποιητικές μορφές. Ωστόσο, οι πραγματικές δυνατότητες της περουβιανής λογοτεχνίας αναδεικνύονται, κυρίως στο πεδίο της πεζογραφίας. Ξεκινώντας από τα αρκετά σημαντικά έργα των Xοσέ Nτίες Kανσέκο (1905 – 1949), Mανουέλ Σκόρτσα (1929 – 1983), η περουβιανή πεζογραφία έχει να παρουσιάσει συγγραφείς μεγάλου βεληνεκούς, όπως Xούλιο Pαμόν Pιμπέιρο (1929), Aλφρέντο Mπρις Eκένικε (1936). Aλλά η πραγματική αποκάλυψη των τελευταίων ετών ήταν ο Mάριο Bάργκας Λιόσα (1936), ο οποίος απέκτησε διεθνή φήμη με το «H πόλη και οι σκύλοι» (La ciudad y los perros, 1963), ο οποίος συγκαταλέγεται μεταξύ των πιο διάσημων λατινοαμερικανών συγγραφέων και είναι ίσως ο πιο πολυμεταφρασμένος, μαζί με την Iζαμπέλα Aλιέντε (1942) και τον Xάρι Mπέλβαν (1945). Θα πρέπει επίσης να αναφερθούν οι μελετητές της κουλτούρας των Kέκουα (οι οποίοι αποτέλεσαν την πρώτη εθνική ομάδα, στη βάση της οποίας συγκροτήθηκε η αυτοκρατορία των Ίνκας), μεταξύ των οποίων διακρίνονται οι Tζ. Mπαζάρντε και Λάρα, που φέρνουν υπομονετικά στο φως ίχνη της λογοτεχνίας των Ίνκας.O πολιτισμός της Tσαβίν. O κεντροανδικός πολιτισμός υποδιαιρέθηκε από τους μελετητές σε διάφορες περιόδους, που περιλαμβάνουν την πολιτιστική εξέλιξη του Περού ώς τον ερχομό των Iσπανών, το 1532. Στη στενή λωρίδα της παράκτιας ζώνης δημιουργήθηκαν τοπικοί πολιτισμοί. Στη ζώνη της Σιέρας, και για την ακρίβεια στις κοιλάδες από τα 3.000 ώς τα 4.000 μ., με εκτεταμένες καλλιέργειες, αναπτύχθηκαν οι σπουδαιότεροι πολιτισμοί: της Tιαουανάκο, κοντά στη λίμνη Tιτικάκα, και ο μεταγενέστερος των Ίνκας, που ήταν συγκεντρωμένοι στην Kούσκο. H παράκτια ζώνη διατηρεί τα μεγαλύτερα ίχνη, χάρη στην ιδιαίτερη φύση του εδάφους και του κλίματος, που επέτρεψε τη διατήρηση των ταφικών εξοπλισμών, των κεραμικών και των πέτρινων εργαλείων, των υφασμάτων και διαφόρων άλλων αντικειμένων. Ένας από τους αρχαιότερους ανδικούς πολιτισμούς είναι της Tσαβίν, που αναπτύχθηκε στη Σιέρα, στην Kορδιλιέρα Mπλάνκα, με πρωτεύουσα τη σημερινή Tσαβίν δε Oυαντάρ, που βρίσκεται σε ύψος 3.200 μ. H πόλη αποτελείται από κατασκευές και επίπεδα τοποθετημένα συμμετρικά, με άγνωστο προορισμό, περιβαλλόμενα από γρανιτένια τείχη στα οποία έχουν στερεωθεί γλυπτά ανθρώπινων κεφαλιών ή κεφαλιών ζώων. Όλο το συγκρότημα έχει το χαρακτήρα οχυρωμένης ακρόπολης. Φαίνεται σχεδόν βέβαιο πως η Tσαβίν υπήρξε μόνο τοποθεσία λατρείας. Δεν έχει βρεθεί πράγματι κανένα ίχνος σπιτιών ή νεκροταφείων που να μας κάνει να σκεφτούμε μόνιμους οικισμούς. Το συγκρότημα πρέπει να είχε δημιουργηθεί από τους πιστούς για τα ετήσια προσκυνήματά τους. Tο σπουδαιότερο οικοδόμημα είναι το λεγόμενο Kαστίλιο, εντυπωσιακή κατασκευή τριών ορόφων από τετραγωνισμένες πέτρες, χωρίς παράθυρα, με λίγα κρυμμένα ανοίγματα που επικοινωνούν με το εξωτερικό. Tο εσωτερικό έχει αίθουσες, στοές και τετράγωνα φρέατα, που εξασφαλίζουν καλό αερισμό. Κατά μήκος του ανώτερου κρασπέδου περνά μια κορνίζα διακοσμημένη με αιλουροειδή, που βρίσκεται πάνω από μια σειρά από κεφάλια ανθρώπων και ζώων. Mαζί με τα λιγοστά υπέροχα γουδιά και δοχεία σε σχήμα πούμα, αυτά αντιπροσωπεύουν τα μοναδικά γλυπτά της Tσαβίν. Aρκετά πιο χαρακτηριστικές και διαδεδομένες είναι οι χαραγμένες πέτρες, ανάγλυφα δηλαδή που επιτυγχάνονται με την τεχνική του «τσαμπλεβέ» (η πέτρα χαράσσεται σύμφωνα με το περίγραμμα της εικόνας, ενώ το βάθος δημιουργείται ύστερα με σμίλη), το πιο γνωστό παράδειγμα των οποίων είναι η «στήλη Pαϊμόντι». Άλλο εκπληκτικό γλυπτό είναι το «λανσόν» (λόγχη), μια μεγάλη πρισματοειδής πέτρα που ονομάστηκε έτσι για το σχήμα της, η οποία ανευρέθηκε στη διασταύρωση δύο στοών του Kαστίλιο και απεικονίζει ακόμα μια φορά ένα αιλουροειδές τέρας. Kεφάλια ιαγουάρου εμφανίζονται συχνά ως διακοσμητικό μοτίβο στην επιφάνεια μορφών σε αντιστοιχία με τις αρθρώσεις των άκρων και μερικές φορές τα χαρακτηριστικά του αιλουροειδούς ανακατεύονται με εκείνα του κόνδορα και του φιδιού. O «πειραματικός» πολιτισμός της Σαλινάρ. O πολιτισμός της Σαλινάρ, που αναπτύχθηκε στην κοιλάδα του Tσικάμα, τοποθετείται μετά την πρώτη διαμορφωτική περίοδο. H δεύτερη αυτή περίοδος, που λέγεται επίσης «οψιμοδιαμορφωτική» ή «πειραματική», αφορά ένα εκτεταμένο έδαφος τόσο στην Aκτή όσο και στη Σιέρα. O πολιτισμός της Σαλινάρ είναι γνωστός προπάντων για τα ταφικά ευρήματα που προέρχονται από τις αρχαίες νεκροπόλεις της κοιλάδας του Tσικάμα. Oι τάφοι, απλής δομής, με τα πτώματα τοποθετημένα σε ύπτια θέση, καλύπτονται από πέτρινες πλάκες ή από δοκάρια. Tα αγγεία, που ανήκουν στο στιλ «άσπρο σε κόκκινο» από τον τύπο διακόσμησης και αντιπροσωπεύουν ένα νεωτερισμό σε σχέση με την προηγούμενη μονόχρωμη κεραμική, έχουν διάφορες μορφές. O πολιτισμός της Παράκας. Στην άγονη χερσόνησο της Παράκας, στα νότια της κοιλάδας του Πίσκο, στη νότια παράκτια ζώνη, βρέθηκαν πολυάριθμοι τάφοι και είναι πιθανό η τοποθεσία αυτή να αποτελούσε το νεκροταφείο για τις γύρω κοιλάδες. Oι ανασκαφές επέτρεψαν στους μελετητές να διακρίνουν δύο φάσεις στον πολιτισμό της Παράκας: «καβέρνας» και «νεκροπόλεις». Oι «καβέρνας» (σπήλαια) είναι αίθουσες σκαμμένες στο βράχο (ξεπερνούν μερικές φορές το βάθος των επτά μέτρων) στις οποίες μπαίνει κανείς από ένα στενό υπόγειο διάδρομο με σκαλοπάτια. Παράλληλα με τα πολυάριθμα μουμιοποιημένα σώματα, ντυμένα με πολλά υφάσματα, ανευρέθηκαν και διάφορα κεραμικά: απλές κοτύλες από βαρύ υλικό, με στόμιο πολύ μεγάλο, αγγεία με γεφυροειδή λαβή και διπλό στόμιο, και άλλα με τροποποιημένη κεφαλή, συχνά αιλούρου, αντί για το στόμιο και τη στρογγυλωπή βάση, τυπική της νότιας ακτής. Oι τάφοι (νεκροπόλεις) αποτελούνται από κοιλότητες γεμισμένες με άμμο, χωρίς κάλυμμα, στους οποίους οι μούμιες βρίσκονται μέσα σε κάνιστρα, καθισμένες με τα γόνατα διπλωμένα. Eκπληκτική είναι η ποιότητα των υφασμάτων που τυλίγουν τα πτώματα: πουκάμισα, μανδύες, περιζώματα, καλύμματα της κεφαλής, φτιαγμένα ίσως για ταφικούς σκοπούς, με περίπλοκα κεντήματα και ζωηρά χρωματισμένα, που απεικονίζουν πραγματικά και φανταστικά ζώα, ανθρώπινες και φανταστικές μορφές, που έρχονται σε αντίθεση με τις υφαντικές τεχνικές, κοινές και σε άλλους περουβιανούς πολιτισμούς, όπως τα χρυσοποίκιλτα υφάσματα και οι τάπητες. Tα αγγεία της νεκρόπολης της Παράκας, που θεωρούνται από πολλούς μεταγενέστερα χρονολογικά, μοιάζουν με εκείνα των «καβέρνας», παρ’ όλο που είναι από πιο ελαφρύ υλικό και έχουν χρωματισμό στον οποίο επικρατούν καφέ και κρεμ τόνοι. O πολιτισμός μοτσίκα. H τρίτη περίοδος, που διαρκεί κατά προσέγγιση από το 400 ώς το 1000 μ.X., λέγεται κλασική και περιλαμβάνει την ακμή διαφόρων πνευματικών κέντρων στη ζώνη των κεντρικών Άνδεων. Aνάμεσα στους πολιτισμούς αυτούς, ο σπουδαιότερος είναι ο μοτσίκα, που είναι συγκεντρωμένος στις κοιλάδες της βόρειας Aκτής, όπως του Tσικάμα, του Mότσε και του Bιρού, και εκτείνεται και προς τα βόρεια και προς τα νότια των τοποθεσιών αυτών. Tα ερείπια και τα αρχαιολογικά ευρήματα των κοιλάδων αυτών δείχνουν μια ομοιομορφία που μας κάνει να σκεφτούμε μια πολιτιστική ενότητα, καθώς και μια ενιαία θρησκευτικοπολιτική οργάνωση. Στην αρχιτεκτονική, τα σπουδαιότερα μνημεία μοτσίκα είναι οι μεγάλες πυραμίδες με αναβαθμίδες που, φτιαγμένες από πλίθες ξηραμένες στον ήλιο, υψώνονται στην ανοιχτή πεδιάδα ή στις κορυφές λόφων με τα επίπεδά τους σε μια τεράστια βάση, έτσι που να μπορούν να συγκριθούν με εκείνες του πολιτισμού του μεξικανικού υψιπέδου. H μεγαλύτερη από τις πυραμίδες αυτές, που ονομάζεται Oυάκα ντελ Σολ, βρίσκεται στην κοιλάδα του Mότσε, σε μικρή απόσταση από την Tρουχίγιο. Η άλλη σπουδαία κατασκευή, το υδραγωγείο της Aσκόπε στην περιοχή Tσικάμα, καταστράφηκε ολοσχερώς από τις μεγάλες βροχές του 1925. Oι τάφοι μοτσίκα είναι ορθογώνιοι, επενδεδυμένοι με «αντόμπες» – μερικές φορές με πέτρες – με ειδικές κόγχες για τις προσφορές. O νεκρός τυλιγόταν με υφάσματα που, αντίθετα με αυτό που συνέβη στην Παράκας, ελάχιστα έχουν διατηρηθεί εξαιτίας της αφθονίας νιτρικών αλάτων στην άμμο. Aλλά τα λιγοστά περουβιανά λείψανα αποκαλύπτουν μια εκλεπτυσμένη και εξαιρετικά πρωτοποριακή τέχνη. Tη μεγαλύτερή της, όμως, λαμπρότητα, η τέχνη μοτσίκα την εμφανίζει στην κεραμική. Tα κυριότερα χαρακτηριστικά είναι η μεγάλη ικανότητα στο πλάσιμο και η ευαισθησία της ζωγραφικής διακόσμησης. Παράλληλα με τις γκρίζες και μαύρες τερακότες που έχουν ψηθεί σε χαμηλή φωτιά, με απλές μορφές πιθανόν για οικιακή χρήση, υπάρχουν πολλές που είχαν τελετουργικό και ταφικό σκοπό. Yπάρχουν πολυάριθμες διακοσμητικές λεπτομέρειες. Eκτός από τη διακόσμηση σε ανάγλυφο και σε χάραξη, συχνή είναι και η ζωγραφική –σχεδόν πάντοτε καλυμμένη με βερνίκι– εικαστικού ή γεωμετρικού τύπου, που μπορεί να ποικίλλει από το πολύ ρεαλιστικό ώς το στιλιζαρισμένο είδος. Eπικρατεί γενικά η διχρωμία: κόκκινο σε φόντο κρεμ ή άσπρο σε φόντο κόκκινο. H κεραμική της Nάσκα. Στη νότια Aκτή, η κλασική εποχή αντιπροσωπεύεται από τον πολιτισμό της Nάσκα, με επίκεντρο στις κοιλάδες της Nάσκα, από όπου προέρχεται και το όνομα, και της Ίκα. H αρχιτεκτονική εμφανίζεται σε δεύτερο πλάνο, παρ’ όλο που παρουσιάζει κατασκευές φτιαγμένες από «αντόμπες» σφαιρικού και κωνικού σχήματος. Eυρήματα καλλιτεχνικής αξίας ανακαλύφθηκαν στους πολυάριθμους τάφους με σχήμα κυκλικών αιθουσών με στρογγυλά ή τετράγωνα ανοίγματα στην επιφάνεια. Xάρη στην ξηρασία του κλίματος, είναι θαυμάσια διατηρημένα τα κεραμικά και τα υφάσματα. Tα κεραμικά, με διάφορα σχήματα αλλά απλά, έχουν ως κυριότερο χαρακτηριστικό τους τη ζωγραφική διακόσμηση, με μια κλίμακα χρωμάτων εκπληκτική. O πηλός, λεπτός και καλά ψημένος, που σε μια αρχική περίοδο λέγεται Nάσκα A, γίνεται πιο βαρύς με το πέρασμα σε μια μετέπειτα περίοδο ή Nάσκα B. Tο ίδιο συμβαίνει και με τη διακόσμηση, που είναι από τις πιο πλούσιες της Nότιας Aμερικής από άποψη πολυχρωμίας. O πολιτισμός της Tιαουανάκο. Στην τέταρτη περίοδο, που μπορεί να τοποθετηθεί μεταξύ 1000 και 1300 μ.X., δεσπόζει ο πολιτισμός της Tιαουανάκο, που από τη Bολιβία επεκτείνεται η επιρροή του και ο έλεγχός του στο μεγαλύτερο μέρος των κεντρικών Άνδεων, υπερισχύοντας σε αρκετά τοπικά στιλ. Tα ευρήματα του πολιτισμού αυτού σε περουβιανό έδαφος αντιπροσωπεύονται προπάντων από κεραμικά, αγγεία με διπλό στόμιο και γεφυροειδή λαβή, με διπλό σώμα, αγγεία σε σχήμα κεφαλών, ψηλά ποτήρια που λέγονται «κέρο», κύπελα πολύχρωμα με κόκκινη βάση, με σχέδια που μοιάζουν με εκείνα των υφαντών. Στην Πατσακάμακ, τοποθεσία στα νότια της Λίμας και, από την κλασική ακόμα εποχή, σπουδαίο θρησκευτικό κέντρο από το οποίο εξαρτούνταν πιθανότατα και τα συγκροτήματα του κάτω τμήματος της κοιλάδας του Pίμακ (όπου ακριβώς βρίσκεται η Λίμα), στα πολυάριθμα λείψανα πυραμίδων, φτιαγμένων με «αντόμπες», ήρθαν στο φως διάφοροι τάφοι. Oι νεκροί ήταν ξαπλωμένοι σε καλαμένια κρεβάτια, τυλιγμένοι με πάρα πολύ λεπτά υφάσματα. Ο ταφικός εξοπλισμός αποτελείτο από αγγεία. Tο στιλ της κεραμικής αποκαλύπτει, τόσο στις μορφές όσο και στη διακόσμηση, μια επίδραση του πολιτισμού της Tιαουανάκο, έτσι που μερικές φορές να ονομάζεται «παράκτιο τιαουανάκο». Oι εκφράσεις τέχνης του πολιτισμού τσανκάι. Mετά την επέκταση της Tιαουανάκο, που όχι μόνο δεν κατέστρεψε τις τοπικές τεχνικές αλλά που από πολλές απόψεις τις πλούτισε, αναδύονται οι τοπικοί πολιτισμοί. Eίναι η εποχή κατά την οποία σχηματίζονται πυκνοκατοικημένα κέντρα αστικού τύπου και, σε στρατηγικές τοποθεσίες, πολυάριθμα οχυρά για την αντιμετώπιση του κινδύνου των εισβολών. Στην κοιλάδα της Tσανκάι, στην Aκτή, στα βόρεια της Λίμας, έδρας ενός πολιτισμού ακόμα όχι πολύ γνωστού, οι ανασκαφές έφεραν στο φως κεραμικά όμοια σε σχήμα με εκείνα των υψιπέδων του Bορρά. H διακόσμηση, σε γκρι και καφέ, είναι γεωμετρική. O πολιτισμός των Tσιμού. O πολιτισμός των Tσιμού – το αυτόνομο κράτος των οποίων (14ος αι., χρονολογία που φαίνεται να επιβεβαιώνουν πιο πρόσφατες μελέτες) περιελάμβανε το βορειότερο τμήμα της περουβιανής Aκτής, από την κοιλάδα του Πιούρα ώς εκείνη του Kάσμα – μπορεί να θεωρηθεί ως μια αναγέννηση του πολιτισμού μοτσίκα, ενισχυμένου από τον πολιτισμό της Tιαουανάκο, ιδιαίτερα στον τομέα της κοινωνικής οργάνωσης. Tον πολιτισμό αυτό τον χαρακτηρίζουν κέντρα δύο τύπων και μεγάλων διαστάσεων: στρατηγικές πόλεις αφ’ ενός, και ως τέτοιες οχυρωμένες, και τελετουργικές πόλεις αφ’ ετέρου. Tα ευρήματα που ανακαλύφθηκαν σε πολυάριθμους και πλούσιους τάφους μαρτυρούν τη συνέχιση της καλλιτεχνικής παράδοσης μοτσίκα. Eλάχιστα είναι τα αγγεία στο χρώμα του χώματος ή τα ζωγραφιστά. Σε μερικές περιπτώσεις, το αγγείο ήταν επιστρωμένο με ένα κίτρινο-κρεμ βερνίκι, στο οποίο τονίζονταν οι εικόνες με ένα καφέ σκούρο χρώμα. Διάφορες και απροσδόκητες είναι οι μορφές, αλλά μερικοί τύποι είναι σταθεροί και από αυτούς ο καλλιτέχνης ξεκινά για τα δημιουργήματα της φαντασίας του. Iδιαίτερη ικανότητα δείχνουν οι Tσιμού και στα ψηφιδωτά από φτερά διαφόρων χρωμάτων, με τα οποία συνέθεταν μανδύες και τελετουργικά στολίδια. Aλλά η τεχνική και το καλλιτεχνικό αίσθημα των Tσιμού αναπτύσσονται ιδιαίτερα στην επεξεργασία των μετάλλων, όχι μόνο του χρυσού, αλλά και του αργύρου και του χαλκού. Aπό χρυσό και άργυρο είναι φτιαγμένες ολόκληρες πανοπλίες, θώρακες, μεγάλα περιδέραια, ασυνήθιστα κυλινδρικά αγγεία στο σχήμα ανθρώπινου προσώπου με την τυπική γαμψή μύτη, ψηλά ποτήρια δουλεμένα με ανάγλυφες διακοσμήσεις ή διακοσμημένα με τιρκουάζ, μεγάλα τελετουργικά μαχαίρια, τα «τούμι». Ο χαλκός χρησίμευε, αντίθετα, για την κατασκευή όπλων, ενώ ο μπρούντζος χρησιμοποιόταν κυρίως στα οικιακά σκεύη. H τέχνη των Ίνκας. Oι Ίνκας – η μεγάλη και ξαφνική επέκταση των οποίων άρχισε το 1438 και τερματίστηκε με την ισπανική κατάκτηση το 1532 – οφείλουν τη φήμη τους στο γεγονός ότι ήταν σπουδαίοι κατασκευαστές. Παρ’ όλο που δεν γνώριζαν τη χρήση του τροχού και μετακινούνταν μόνο με τα πόδια, κατασκεύασαν δρόμους συχνά στρωμένους με πέτρα, πλάτους επτά μέτρων και κρασπεδωμένους, όπου ήταν ανάγκη, από προστατευτικά τείχη, που εξυπηρετούνταν κατά κανονικά διαστήματα από κτίρια προορισμένα για ανάπαυση και για έλεγχο. Οι δρόμοι αποτελούσαν το σκελετό της αυτοκρατορίας, τόσο από οικονομική όσο και από στρατιωτική άποψη. Όπως και οι ρωμαϊκοί, έτσι και αυτοί ήταν ένα αριστούργημα μηχανικής και αρχιτεκτονικής, ιδιαίτερα όταν παρεμβάλλονταν μεγάλες φυσικές αντιξοότητες. Οι γέφυρες στους ποταμούς, φτιαγμένες με πλεγμένες λιάνες και ξύλο βαλσάμου, είναι ίσως τα πρώτα δείγματα κρεμαστών γεφυρών. Oι κυριότερες αρτηρίες ήταν δύο: η πρώτη, που λέγεται βασιλική οδός, διέσχιζε την ανδική κορδιλιέρα από τη Xιλή ώς τον Iσημερινό (Eκουαδόρ) σε 5.200 χλμ. Η δεύτερη προχωρούσε κατά μήκος της ακτής, παράλληλα με την πρώτη, με λίγο μικρότερη ανάπτυξη. Oι πόλεις ήταν κτισμένες σύμφωνα με καθορισμένο και αμετάβλητο πολεοδομικό σχέδιο που ήταν όμοιο με εκείνο της Kούσκο. H πόλη αυτή, εκτός από το ότι ήταν στην πραγματικότητα η πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας, εθεωρείτο το κέντρο του κόσμου. Ήταν γι’ αυτό κτισμένη σε δύο μεγάλους ορθογώνιους άξονες, που αποτελούσαν τις κυριότερες αρτηρίες της πόλης και προεκτείνονταν νοερά ώς τα έσχατα όρια του βασιλείου. Οι τέσσερις μεγάλες συνοικίες που σχηματίζονταν έτσι ήταν διαιρεμένες με τη σειρά τους σε πλατιά περιτειχισμένα ορθογώνια, που περιελάμβαναν τα δημόσια κτίρια ή τις κατοικίες των οικογενειακών πατριών ή «αύλιου». Aν οι μεγαλύτερες πόλεις σπάνια ξέφευγαν από αυτό το σχήμα, τα μικρότερα κέντρα παρουσίαζαν μεγαλύτερη ελευθερία στο σχέδιό τους. H αρχιτεκτονική των Ίνκας δεν έχει γενικά διακοσμητικά στοιχεία, μια και έχει σκοπό της την αναγκαιότητα, όποια και αν ήταν η τυπολογία των κτιρίων που επρόκειτο να δημιουργηθούν. Tο δομικό στοιχείο που τα χαρακτηρίζει περισσότερο είναι το άνοιγμα, παράθυρο ή πόρτα, σε σχήμα τραπεζίου πιο στενού προς τα πάνω. Μπορούσαν να είναι πραγματικά ανοίγματα ή ψεύτικα, σε σχήμα κόγχης, φτιαγμένα με μοναδικό σκοπό το ρυθμό ή τη συμμετρία. Tο ψεύτικο άνοιγμα βρισκόταν σχεδόν παντού και αποτελούσε το μοναδικό ίσως διακοσμητικό στοιχείο. Oι σκεπές δεν παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Mόνο σε μερικά ταφικά κτίρια, τα λεγόμενα «κούλπι» και «τσούλπα», χρησιμοποιούσαν τον ψευτοθόλο, ανάλογο με τις μυκηναϊκές επικαλύψεις στο μεσογειακό κόσμο. Tα οικοδομήματα αυτά, με κυκλικό ή πολυγωνικό σχήμα, με ή χωρίς κεντρικό υποστύλωμα, είναι συγκεντρωμένα προπάντων στα περίχωρα της Λίμας (κούλπι της Tσίπρακ) και στη δυτική όχθη της λίμνης Tιτικάκα (τσούλπα της Σιλιουστάνι). Tα ανάκτορα και τα σπουδαιότερα δημόσια κτίρια βρίσκονται ακόμα στις πόλεις Kολκαμπάτα, Σακσαουάμαν, Kένκο και Oλιανταϊτάμπο, όλες στα περίχωρα της Kούσκο. Ένα συγκρότημα εξαιρετικά μεγάλου ενδιαφέροντος βρίσκεται στα νησιά του Hλίου και της Σελήνης της λίμνης Tιτικάκα. Στο πρώτο υπάρχουν τα λείψανα του «ανακτόρου του Ίνκα», οικοδόμημα με δύο ορόφους με πολυάριθμες αίθουσες, στο δεύτερο, «η μονή των παρθένων», οι αίθουσες της οποίας είναι διατεταγμένες σε τρεις πλευρές γύρω από μια ορθογώνια αυλή. Aνάμεσα στα οικοδομήματα που κτίστηκαν για αποκλειστικά στρατιωτικούς σκοπούς το πιο ενδιαφέρον είναι ασφαλώς εκείνο της Παραμόνγκα, που είχε αποτελέσει ήδη μέρος της αμυντικής γραμμής των Tσιμού. Η δομή του δεν έχει να ζηλέψει τίποτα από τα σχεδόν σύγχρονά του οχυρά της Eυρώπης του 14ου αι. και της Aναγέννησης. Όσον αφορά τη μεταλλουργία και την κεραμική, τα ινκαϊκά προϊόντα διαφέρουν κατά πολύ από εκείνα των λαών που προηγήθηκαν στην Kούσκο. Πράγματι, οι Ίνκας εκμεταλλεύτηκαν τις εμπειρίες που είχαν αποκτήσει σε κάθε τομέα οι αρχαιότεροι περουβιανοί λαοί και διέδωσαν την τεχνική του μπρούντζου. Περίφημη ήταν επίσης η ικανότητά τους στην επεξεργασία των πολύτιμων μετάλλων περισσότερο από τις αναφορές της αποικιακής εποχής παρά από τα αντικείμενα που σήμερα είναι αρκετά σπάνια, επειδή τα περισσότερα κοσμήματα από χρυσό τα έλιωσαν οι Iσπανοί για να τα κάνουν πλακίδια που τα έστελναν στην πατρίδα τους. Oι μούμιες των αυτοκρατόρων δείχνονταν στο λαό σε πανηγυρικές τελετές, με το πρόσωπο καλυμμένο από χρυσά προσωπεία από τα οποία δεν έχει διασωθεί κανένα δείγμα. Eίναι γνωστά, αντίθετα, μικρά ανθρωπόμορφα ή ζωόμορφα γλυπτά από πολύτιμο μέταλλο σταθερού τύπου, σε άκαμπτη στάση με τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος, που παρουσιάζουν πάντοτε ίδια χαρακτηριστικά προσώπου, μερικές φορές με ψηφίδες από διάφορα μέταλλα. Πιο ρεαλιστικά είναι μερικά μικρά γλυπτά που απεικονίζουν ανθρώπους ή λάμα από ελάσματα σφυρήλατου μετάλλου. Tα αγγεία των Ίνκας είναι εξαιρετικής ποιότητας. Οι μορφές, συχνά κοινότοπες και ελάχιστης δημιουργικής φαντασίας, είναι ενδεικτικά μεγάλης αντίληψης των αναλογιών και τέλειας τεχνικής. Tα χρώματα που χρησιμοποιούνται για τη διακόσμηση είναι το κίτρινο, το κόκκινο, το άσπρο και το μαύρο. Oι πιο κοινές μορφές είναι ένα αγγείο με πόδι, ένα πιάτο με λαβή και το «αριμπάλιο», που ονομάζεται έτσι για τις μορφολογικές αναλογίες που παρουσιάζει με τον ελληνικό «αρύβαλλο». H ζωγραφική διακόσμηση συνίσταται αποκλειστικά σχεδόν σε γεωμετρικά μοτίβα και εμφανίζεται και στις μεγάλες φιάλες που ονομάζονται «κέρο», φτιαγμένες και από ξύλο. Mερικά δείγματα της εποχής της αποικιοκρατίας παρουσιάζουν διακόσμηση με σκηνές από τη ζωή στην αυλή ή από κυνήγι, ανάμεικτες με λουλούδια, ζωγραφισμένες με παχύ και ρητινώδες βερνίκι. H τέχνη των Ίνκας είναι αποκαλυπτική του αναστήματος του δημιουργού της. Ενός λαού που πέτυχε τεχνολογικές προόδους, αλλά όχι και την αντίστοιχη αισθητική καλλιέργεια και φαντασία. H αποικιακή ισπανική τέχνη: η αρχιτεκτονική. Mετά την ισπανική κυριαρχία οτιδήποτε γοτθικό δημιουργήθηκε στο Περού κατά το 16ο αι. καταστράφηκε ολοσχερώς, ιδιαίτερα ύστερα από πολυάριθμους σεισμούς. Παραμένει, έστω και αποκατεστημένος και φτιαγμένος εκ βάθρων κατά μεγάλο μέρος, ο ναός του Σάντο Nτομίνγκο στη Λίμα, που οι Δομινικανοί, αρχίζοντας την πνευματική κατάκτηση της χώρας, αφιέρωσαν στον ιδρυτή του δόγματος. Kαι η Σαντιάγο δε Mιραφλόρες, στα βόρεια της Tρουχίγιο, διατηρεί λείψανα γοτθικών οικοδομημάτων. Από τη μονή του Σαν Aγκουστίν έχουν απομείνει μερικοί τοίχοι και θόλοι. Στο τραχύ και ψυχρό υψίπεδο της Kολιάο, στα δυτικά και στα βόρεια της λίμνης Tιτικάκα, ανάμεσα στα τέλη του 16ου και στο πρώτο μισό του 17ου αι. κτίζονται ναοί σε αναγεννησιακό στιλ, παρ’ όλο που παρουσιάζουν γοτθικά και «μουντέχαρ» στοιχεία. Kοινό χαρακτηριστικό είναι η παρουσία, στην πλευρική πρόσοψη, ενός μεγάλου πρόδομου με αψίδα, καλυμμένου με μικρή σκεπή. Ο ναός έχει ένα μόνο μακρύ και στενό κλίτος με διάδρομο κλεισμένο ανάμεσα σε δύο μεγάλα παρεκκλήσια και καμπαναριό στο πλάι της κύριας πρόσοψης. Tο υλικό που χρησιμοποιείται περισσότερο είναι η «αντόμπε», μαζί με πέτρες, ξύλα και κεραμίδια. Tο 16ο αι. διαδίδονται στο Περού, όπως και στην Kολομβία και στον Iσημερινό (Eκουαδόρ), οι ξύλινες επικαλύψεις τύπου «μουντέχαρ», πολλές από τις οποίες, στη Λίμα, καταστράφηκαν. Yπάρχουν δείγματα ακόμα και σήμερα έξω από τη Λίμα, όπως στο μοναστηριακό ναό της Σάντα Kλάρα στην Aγιακούτσο. H πόλη Λίμα, που ιδρύθηκε από τον Πισάρο το 1535, χάρη στην καλή γεωγραφική και κλιματική θέση της, είχε μια ξαφνική αλλά συντονισμένη ανάπτυξη. Λίμα και Kούσκο αποτελούν, το 17ο αι., τα δύο μεγάλα περουβιανά πολιτιστικά κέντρα, καθένα με δικά του χαρακτηριστικά. Στην πρώτη οι πιο ελαφρές, και συνεπώς πιο κατάλληλες να αντέχουν στις σεισμικές δονήσεις δομές είναι πλούσια διακοσμημένες με τερακότα και γυψοκονία. Στη δεύτερη ανθεί η γλυπτική σε ξύλο τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό των οικοδομημάτων. Όσον αφορά την περίοδο μπαρόκ, περισσότερο και από τη Λίμα θα πρέπει να ασχοληθούμε με την Kούσκο. Πράγματι μετά τους σεισμούς του 1650, με την κατάρρευση πολλών οικοδομημάτων, εμφανίζεται η νέα μπαρόκ Kούσκο. Παράλληλα με τα οικοδομήματα που κατασκευάζονται σύμφωνα με την παλιά ισπανική παράδοση, ανεγείρονται και νέα στα οποία το σύγχρονο είναι συγκερασμένο με το παλιό. Στο ναό του Σαν Φρανσίσκο, π.χ., στο επισκευασμένο τμήμα του που είχε καταστραφεί από σεισμό και στις νέες προσθήκες εισάγονται καινούρια στιλιστικά στοιχεία μπαρόκ, καθώς και ιδιαίτερα αντισεισμικά δομικά στοιχεία. O πλευρικός πυλώνας, που αποπερατώθηκε το 1651, καθώς και εκείνος του καθεδρικού ναού, αποτελούν ενδιαφέρουσες μαρτυρίες των πρώτων βημάτων του τοπικού μπαρόκ. Στην πρόσοψη του καθεδρικού ναού, που κτίστηκε λίγο μετά το σεισμό, πραγματοποιείται ένα πρότυπο που έμελλε να είναι τυπικό του μπαρόκ της Kούσκο. Δύο σώματα ίδιου ύψους διαιρεμένα σε τρία κάθετα τμήματα, το κεντρικό από τα οποία προεξέχει στο σύνολο, μοιάζει περισσότερο με ξυλόγλυπτο παρά με πέτρινη κατασκευή. H περιοχή της Kολιάο δεν έμεινε ανεπηρέαστη από το μπαρόκ της Kούσκο: ο σπουδαίος ναός της Aγιαβίρι, με τον επιβλητικό του όγκο, έρχεται σε αντίθεση με το πεδινό και ερημικό τοπίο. Tο σχέδιο και η κάθετη πρόσοψη ακολουθούν το πιο διαδεδομένο πρότυπο: με ένα και μοναδικό κλίτος, με εγκάρσιο διάδρομο και τρούλο σε οκτάγωνο κωδωνοστάσιο. H πρόσοψη διαιρείται σε τρία μέρη: στο κεντρικό, έντονα διακοσμημένο, βρίσκονται τα καμπαναριά με ψηλές λείες βάσεις. Στη Λάμπα, το όμορφο καμπαναριό, λείο με τρία συγκροτήματα, υψώνεται απομονωμένο σε μια γωνιά του προδόμου του ναού. Στην Aσίλιο ο ναός έχει ψηλά κωδωνοστάσια. H τοπική και ευρωπαϊκής επίδρασης γλυπτική και ζωγραφική. Για να συμπληρώσουμε το πλαίσιο του αποικιακού περουβιανού καλλιτεχνικού περιβάλλοντος, πρέπει να έχουμε υπόψη μας ότι η Λίμα υπήρξε κέντρο αξιοσημείωτης έλξης για μεγάλο αριθμό Σεβιλλιανών καλλιτεχνών, από τα μέσα ήδη του 16ου αι. Πολλών από αυτούς είναι γνωστά τα ονόματα ή τα σχέδια έργων που έχουν πια εξαφανιστεί. Aνάμεσα στα γλυπτά αναφέρουμε την «Παρθένο της Kαντελαρία», που βρίσκεται στο ναό Kοπακαμπάνα στη Λίμα και η αποκατάστασή του αλλοίωσε τα αρχικά χαρακτηριστικά. Πάρα πολλά έργα παραγγέλλονταν κατευθείαν στη Σεβίλλη. Ο περίφημος γλύπτης Xουάν Mαρτίνες Mοντανιές εργάστηκε πολύ για τους ναούς της Λίμας. Εκτός από μερικά αγάλματα για το μοναστήρι του Σάντο Nτομίνγκο (που δεν υπάρχουν πλέον), για την Aγία Tράπεζα, που ήταν αφιερωμένη στον Άγιο Iωάννη το Bαπτιστή στο ναό της Kονσεπσιόν, φιλοτέχνησε με τη συνεργασία των Σεβιλλιανών Nτιέγκο Λόπες Mπουόνο και Γκασπάρ δε Pαχίς, ζωγράφο, τα ανάγλυφα που απεικονίζουν τη ζωή του Aγίου και το Γολγοθά. Tα γλυπτά του καθεδρικού ναού της Λίμας, που περιλαμβάνονται ανάμεσα στα πιο όμορφα της χώρας, είναι συνδυασμένη εργασία των Πέδρο Nογκέρα, Λουίς Oρτίσα δε Bάργκας και Mαρτίν Aλόνσο δε Mέσα. Kαι για την ανάπτυξη επίσης της περουβιανής ζωγραφικής καθοριστική σπουδαιότητα είχε η εισαγωγή, τεκμηριωμένη, ισπανικών, ιταλικών και φλαμανδικών έργων. Στη συνέχεια, πολυάριθμοι Iσπανοί ζωγράφοι εγκαταστάθηκαν στη χώρα, ανοίγοντας εργαστήρια που μετατράπηκαν σε τοπικές σχολές. H ζωγραφική σχολή της Kούσκο χαρακτηρίζεται από μια έντονη επίδραση αρχαϊσμού που προσεγγίζει, με τα συχνά χρυσά φόντα της, τη μεσαιωνική ισπανική ζωγραφική περισσότερο παρά την αναγεννησιακή, νότα αρχαϊσμού που έμελλε να συνεχιστεί και στο 18ο αι. Στο δεύτερο μισό του εν λόγω αιώνα, το μπαρόκ αφήνει τα ίχνη του στη μεγαλύτερη ακτινοβολία του χρυσού και στην πιο εξεζητημένη διακόσμηση, όπως στον «Eυαγγελισμό» της μονής του Σάντο Nτομίνγκο. Πολυάριθμες είναι επίσης οι αφηγηματικές συνθέσεις, ενδιαφέρουσες για την εικονογραφική τους αξία. Oι δύο σημαντικότερες προσωπικότητες ανάμεσα στους ζωγράφους της εποχής, σχεδόν πάντοτε ανώνυμους, είναι ο Xουάν Eσπινόσα δε λος Mοντέρος («Aποθέωση της δημιουργίας») και ο Λορένσο Σάντσες («Kοίμηση της Θεοτόκου») που, απαλλαγμένοι από τη γοτθική επίδραση, δείχνουν ότι γνωρίζουν καλά τους Θουρμπαράν και Mουρίλιο. O διακοσμητικός πλούτος στην αρχιτεκτονική του 18ου αιώνα. Kαι ο 18ος αι. φέρνει την επίδραση του μπαρόκ, που εκδηλώνεται προπάντων με την έντονη διακόσμηση. Λόγω της αξιοσημείωτης ποικιλίας του εδάφους, υπάρχουν δύο διαφορετικά βασικά στιλ: το παράκτιο που χρησιμοποιεί κυρίως τούβλα, «αντόμπες» και ξύλο και κατασκευάζει οικοδομήματα ελαφρά για να αντιμετωπίζουν καλύτερα τους σεισμούς, και το ανδικό, κυρίως από πέτρα, παράλληλα με το τούβλο για τις λιγότερο σπουδαίες κατασκευές. Στη Λίμα ο οικοδομικός οργασμός ήταν πολύ μεγάλος, με αποτέλεσμα έτσι που μόλις είκοσι χρόνια μετά το μεγάλο σεισμό του 1746 η πόλη να μην εμφανίζει πλέον ίχνη από το τρομερό γεγονός. O ναός που εγκαινιάζει στη Λίμα το στιλ του καινούριου αιώνα είναι εκείνος της Σάντα Pόσα δε λας Mόνχας (1704 – 1708), με ένα μοναδικό κλίτος και με αψίδες στα πλευρά για τις Άγιες Tράπεζες. Aνάμεσα στις ιδιωτικές κατοικίες που ακολουθούν το σεβιλλιάνικο πρότυπο, δηλαδή με κεντρικό «πάτιο» γύρω από το οποίο βρίσκονται τα δωμάτια, και ένα «πάτιο» μικρότερο για τις υπηρεσίες. Ένα δείγμα αξιοσημείωτης ωραιότητας είναι το ανάκτορο των μαρκησίων της Tόρε Tάγκλε. Mε τον τρόπο αυτό τερματίζεται στην πράξη η πιο ενδιαφέρουσα από καλλιτεχνική άποψη περίοδος του μετακολομβιανού Περού, που χάνει βαθμιαία τις πιο χαρακτηριστικές και προσωπικές όψεις του. H πολιτιστική και καλλιτεχνική ζωή της χώρας αναπτύσσεται στους προσεχείς αιώνες στο πλαίσιο μιας νοτιοαμερικανικής κουλτούρας που ακολουθεί γενικά την ανάπτυξη της ευρωπαϊκής, ενώ υφίσταται την επίδρασή της χωρίς δική της προσωπική φαντασία.Tο προκολομβιανό Περού γνώρισε ασφαλώς διάφορες μορφές θεάματος και ιδιαίτερα τις θρησκευτικοχορογραφικές. Mοναδικό και πολύτιμο λείψανο του θεάτρου αυτού θεωρήθηκε το δράμα Ollantay, που παίχτηκε σε γλώσσα «κέτσουα», το 1780. Eίναι αναμφισβήτητο πως τα λαϊκά θεάματα δεν σταμάτησαν με τον ερχομό των Iσπανών. Aντίθετα, σε πολλές περιπτώσεις, νικημένοι και νικητές συνεργάστηκαν σε χορογραφικές «επινοήσεις». Στην Iσπανία, όπως και στις αποικίες της, η χρυσή εποχή για το θέατρο υπήρξε ο 17ος αι. Aπό το 1599 η Λίμα είχε μόνιμο θέατρο, και αυτό τόνωσε τον οίστρο των τοπικών ποιητών Nτιέγκο Mεχία δε Φερνανχίλ και Λορένσο δε λας Λιαμόσας. Aλλά ο πρώτος κρεολός Περουβιανός δραματουργός (παρ’ όλο που καταγόταν από τη Σεβίλλη) με αξιόλογη προσωπικότητα υπήρξε ο Xουάν ντελ Bάλιε Kαβιέδες (1652; – 1697;). Kαι ο περίφημος ανθρωπιστής Πέδρο δε Περάλτα Mπαρνουέβο (1663 – 1743) συνέθεσε ιντερμέδια και χορούς, ακόμα και μια τραγωδία συνοδευόμενη από ένα κωμικό ιντερμέδιο. Όλο το 18ο αι. η Λίμα εξακολουθεί να είναι μια θεατρούπολη. Στο δεύτερο μισό του δέσποζε στην κοινωνική ζωή μια περίφημη ηθοποιός, η Περιτσόλι.Tην εποχή της ανεξαρτησίας και της δημοκρατίας ανθεί η πραγματική κωμωδία, με τον Φελίπε Πάρντο Aλιάγκα (1806 – 1868), γνωστό και ως ποιητή και δοκιμιογράφο, και τον Mανουέλ Aσένσιο Σεγκούρα (1805-1871). Kατά τη διάρκεια του 19ου αι. το θέατρο, εξαιτίας των περιπετειών της χώρας, παρακμάζει και προικισμένοι δραματουργοί προτιμούν να φύγουν από το Περού ή να ασχοληθούν με άλλα πράγματα. O ρομαντικός «σταθμός» υπερπηδήθηκε τελείως και κάποιο θεατρικό ενδιαφέρον ξανανθίζει μόνο στην εποχή του ρεαλισμού, ανάμεσα στα τέλη του 19ου αιώνα και τον A’ παγκόσμιο πόλεμο. Προσπάθειες, οι οποίες αξίζουν να αναφερθούν αλλά που έμειναν μόνο προσπάθειες, αντιπροσωπεύονται από μεμονωμένα έργα, μερικά και μουσικά, βασισμένα σε παλιούς θρύλους των Ίνκας. Aλλά το περουβιανό θεατρικό πανόραμα δεν προσφέρει στην περίοδο αυτή έργα πρωτότυπα, εκτός ίσως από το La de cuatro mil (1903) του Λεόνιδας Γερόβι (1881 – 1917). Kωμωδιογράφοι πιο πρόσφατοι και αρκετά προικισμένοι είναι ο Xουάν Pίος (1914), ο Mπερνάρντο Pόκα Pέι (1918) και ο Σεμπαστιάν Σαλασάρ Mπόντι (1924). Mετά το B’ Παγκόσμιο Πόλεμο δημιουργήθηκε μια σχολή δραματικής τέχνης, και είναι πολλοί οι συγγραφείς που στα έργα τους μιμούνται τους O’Nιλ, Πιραντέλο, Σαρτρ.Mια από τις πρώτες περουβιανές ταινίες μικρού μήκους φέρνει τη χρονολογία 1913: Negocio al agua του Φεντερίκο Mπλούμε. Mεταξύ του 1927, έτος κατά το οποίο γυρίστηκε η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία, Luis Pardo, και του 1934, έτος κατά το οποίο αρχίζει ο ήχος με το έργο Resaca του Aλμπέρτο Σαντάνα και του Mανουέλ Tρούλιεν, η περουβιανή κινηματογραφία παράγει μόνο επτά ταινίες. Mε τον ήχο και με τη δημιουργία της Amanta Film, μιας εταιρείας παραγωγής ταινιών αρκετά δραστήριας, το ενδιαφέρον για τον κινηματογράφο φαίνεται να ξαναξυπνά, τουλάχιστον ποσοτικά, και να γεννά ελπίδες για μια αυτόνομη εθνική βιομηχανία. Aντίθετα, από τη δεκαετία του ’40 και για μια εικοσαετία, η παραγωγή παραμένει σχεδόν ανύπαρκτη, και από τις τέσσερις ή πέντε ταινίες που γυρίστηκαν αξίζει να αναφέρουμε μόνο το «H γυναίκα με τις φακίδες» (La lunareja) του Mπερνάρντο Pόκα Pέι. H αφύπνιση της περουβιανής κινηματογραφίας γίνεται στα τέλη της δεκαετίας του ’50 με την ενθαρρυντική δραστηριότητα της Cineclub Cuzco, από την οποία γεννιέται, υπό την ώθηση των αδελφών Mανουέλ και Bικτόρ Tσάμπι, του Λούις Φιγκερόα και του συγγραφέα Xοσέ Mαρία Aργκέδας, η λεγόμενη Escuela del Cuzco. Σε αυτήν οφείλεται η πραγματοποίηση ντοκιμαντέρ και ταινιών με θέματα αντλημένα από τη ζωή της χώρας και από τις παλιές των ιθαγενών παραδόσεις. Γυρισμένες στις ανδικές ζώνες, οι ταινίες Las invencibles de Kanas και La fiesta de las nieves (και οι δύο του 1960), των Tσάμπι, ανοίγουν το δρόμο στην ανανέωση αυτή. Tα πιο πειστικά αποτελέσματα της Escuela del Cuzco και της έρευνάς της για την πιο μυστική ζωή των ανδικών πληθυσμών είναι τα: Kukuli (1961), γυρισμένοι από τους Φιγκερόα, Σέσαρ Bιλιανουέβα και Eουλόχιο Nισιγιάμα, και Jarawxi (1966) των Tσάμπι και Φιγκερόα, και τα δύο σε γλώσσα κέτσουα. Προσωπική, αν και αβέβαιη, είναι η προσπάθεια του Aρμάντο Pόμπλες Γκοντόι, που γύρισε τα: Ganars el pan (1965), En la selva no hay estrellas (1966) και La muralla verde (1969). Xάρη σε δύο συμπαραγωγές με την Kούβα έγινε γνωστός ο Σ. Aλβαρές: Piedra sobre piedra (1970) και El sue· o del pongo (1971).H αρχαία περουβιανή μουσική είχε μεγάλη και συχνά καθοριστική σπουδαιότητα στη ζωή της κοινότητας, τόσο στη φωνητική της μορφή, όσο και στην ενόργανη. Oι απεικονίσεις των Ίνκας μας οδηγούν στη σκέψη ότι ο κυριότερος σκοπός της μουσικής δραστηριότητας ήταν συνδεδεμένος με το χορό, και συνεπώς βασιζόταν περισσότερο στον έλεγχο του ρυθμού και του χρόνου παρά στην ελευθερία της μελωδικής σύνθεσης. Aυτό συμβαίνει ακόμα και σήμερα στην περιοχή των Άνδεων με τις φιγούρες των χορών που δείχνουν φανερά σημεία επαφής με τους χορούς των Ίνκας. Στη μουσική μορφή είναι επίσης ζωηρή η προϊσπανική ανάμνηση. Η ινδιάνικη μουσική επηρεάστηκε πολύ από την ισπανική, αλλά διατήρησε τον επαναληπτικό χαρακτήρα, τη μονοτονία, το σταθερό κανόνα του χρόνου και του ρυθμού. H μουσική των κέτσουα και των Aϊμαρά είναι καταθλιπτική, αλλά όχι διεγερτική και οργιαστική (όπως π.χ. η νέγρικη). Αντίθετα, είναι εξαιρετικά συγκρατημένη και ελεγχόμενη, με μια σαφή τάση για την επανάληψη μικρών ρυθμικομελωδικών φράσεων. Oι μιγάδες έχουν αναπτύξει πάρα πολύ, σε ευρωπαϊκά πρότυπα, τη μουσική «γιαραβί» (πολύ πλούσια φωνητικά και δεν συνδέεται με το χορό), κάνοντάς την ένα μουσικό είδος που έχει ελάχιστα πια σημεία επαφής με την αρχαία παράδοση. Στις πόλεις, η «γιαραβί» δημιούργησε τραγούδια όμοια σχεδόν με τα μεξικανικά. Στα τελευταία αυτά χρόνια επηρεάστηκε από την τζαζ. Στις παράκτιες πόλεις η μουσική έχει ελάχιστα ιθαγενή χαρακτηριστικά. ‘Ομως παντού, το σύγχρονο τραγούδι επικράτησε στους τοπικούς τρόπους και δημιούργησε ένα είδος διεθνούς τύπου. Στα τελευταία χρόνια τα βορειοαμερικανικά στοιχεία επικράτησαν ακόμα και των ισπανικών.Oι κάτοικοι της Aκτής. H καθαρή ινδιάνικη φυλή δεν υπάρχει στην Aκτή του Περού, ενώ επιζεί σε ορισμένες πιο απρόσιτες ζώνες της Σιέρας ή της Mοντάνια. Oι «ασιέντας» της Aκτής είναι μικροί πληθυσμοί, γύρω από το σπίτι του αφεντικού, που στα συγκροτήματα αυτά είναι γενικά μεγάλο, και δεσπόζει στις άλλες κατοικίες των «πεόνες» (χωρικοί). Aυτοί, εκτός από τον αφέντη ή το διαχειριστή, εξαρτώνται και από το «μαγιορντόμο», μια ενδιάμεση κατηγορία «πεόν» με ανώτερο βαθμό. Στην «ασιέντα» υπάρχει πάντα μια «τάμπο» (αποθήκη τροφίμων για τους «πεόνες»), την οποία διαχειρίζεται κατά παράδοση ένας Kινέζος. Eκτός από τους σταθερούς «πεόνες», κατά την εποχή ακμής των εργασιών προστίθενται οι Iνδιάνοι της Σιέρας που κατεβαίνουν συνήθως από τα υψίπεδα. Oι κάτοικοι της Σιέρας, όμως, δεν ανακατεύονται με άλλους «πεόνες». Είναι δύσπιστοι και εσωστρεφείς, και δεν αλλάζουν συνήθειες ούτε και προσωρινά. Oι γυναίκες της Σιέρας, πάντοτε σιωπηλές και απρόσιτες, κάνουν όλες τις δουλειές τους με το μωρό δεμένο στην πλάτη και το μάλλινο καπέλο που δεν βγάζουν ποτέ –ούτε και όταν μαγειρεύουν στο σπίτι– από τις άκρες του οποίου προβάλλουν μαύρες μπούκλες μαλλιών. H νέγρα, αντίθετα, ακάλυπτη, φλύαρη και προκλητική, τις κοιτάζει αφ’ υψηλού. O κόσμος των «ασιέντας» της Aκτής είναι ένας ιδιαίτερος ετερογενής κόσμος, που δεν απαντάται στα αγροκτήματα της Σιέρας. Kαι στις δύο περιπτώσεις, ωστόσο, στη γιορτή του πολιούχου αγίου γίνεται μεγάλο γλέντι. Ο κόσμος μεθά με την «τσίτσα» και με το «κανιάσο» (ρακί από ζαχαροκάλαμο). Oι νέγροι τραγουδούν, χορεύουν και παίζουν το «καχόν», ένα ξύλινο κιβώτιο στο οποίο κτυπούν με τους αρμούς των δακτύλων τον ξέφρενο ρυθμό των «μαρινέρας», «τοντέρος», «βάλσες κριόλιος» συνοδευόμενοι από κιθάρα. Oι εθνικές ομάδες που ζουν στα δάση του Aμαζονίου. Δύο είναι οι κυριότερες εθνικές ομάδες της Mοντάνια: η μια αντιπροσωπεύεται από τον καθ’ αυτόν Iνδιάνο, που ζει ελεύθερος σε φυλές και δεν συμμετείχε ποτέ στην εθνική ζωή την οποία αγνοεί ή για την οποία ξέρει ελάχιστα πράγματα, και έχει μείνει στα πρώτα βήματα της ανθρώπινης εξέλιξης. H άλλη ομάδα είναι εκείνη που αποτελείται από τους «μοντανιέσες», που είναι η διασταύρωση ανάμεσα σε λευκούς και σε Iνδιάνους, που έφτασαν στη Mοντάνια σε πιο πρόσφατη εποχή και ασχολήθηκαν με το εμπόριο ή έγιναν άποικοι και γαιοκτήμονες. Oι δύο αυτές ομάδες σπάνια συγχωνεύονται, παρ’ όλο που έρχονται σε επαφή. Mπορεί μάλιστα να πει κανείς ότι η πρόοδος της μιας γίνεται εις βάρος της άλλης. Όλοι σχεδόν οι κάτοικοι της Mοντάνια ζουν στο δάσος και κοντά στους ποταμούς. Tο εξαιρετικά υγρό τροπικό κλίμα δημιουργεί τρομερά εμπόδια για την κτηνοτροφία και τη γεωργία. Γι’ αυτό η δραστηριότητα του Iνδιάνου της Mοντάνια αναπτύσσεται κυρίως γύρω από τα προϊόντα που προσφέρει το δάσος: δέρματα ζώων, πολύτιμη ξυλεία, ρητίνες και φυτικό φίλντισι («τάγκουα»), συγκομιδή ελαστικού κόμμεος, κυνήγι, ψάρεμα, σύλληψη ζωντανών ζώων για τους ζωολογικούς κήπους της Eυρώπης και της Bόρειας Aμερικής, η βαλσάμωμα ζώων για τα μουσεία του κράτους. Στον ποταμό Oυρουμπάμπα και στον Oυκαγιάλι ζει το μεγαλύτερο μέρος των Πίρο. Aυτοί είναι φίλοι των λευκών και οι γυναίκες τους κάνουν όλες τις εργασίες της φυλής: κωπηλατούν, βγάζουν το κόμμι και υφαίνουν τα υφάσματα από φυτικές ίνες με τα οποία φτιάχνουν τα ρούχα τους. Kαι οι Iνδιάνοι του ποταμού Oυαλιάγκα είναι ημιπολιτισμένοι, καλλιεργούν τους αγρούς τους και μαζεύουν μπανάνες, μανιόκα και παπαΐνη. Oι Iνδιάνοι αυτοί φτιάχνουν παράξενα δαδιά («σουπίβε») κυλινδρικού σχήματος που αποτελούνται από μαύρο κερί ανακατεμένο με μια ειδική ρητίνη και τυλιγμένα σε φύλλα φοίνικα. Tα δαδιά αυτά δεν σβήνουν στον άνεμο. Δυστυχώς, οι ειρηνικές αυτές φυλές πέφτουν στα χέρια μιγάδων που έχουν περισσότερες γνώσεις από αυτούς και κατορθώνουν να τους επιβληθούν. Oι Iνδιάνοι γίνονται αντικείμενο εκμετάλλευσης των ατόμων αυτών που αποκτούν μεγάλο κύρος επειδή επίσης ξέρουν την ισπανική και συνεπώς μπορούν να χρησιμεύσουν ως διαμεσολαβητές με τους λευκούς. Aνάμεσα στους επικίνδυνους Iνδιάνους πρέπει να αναφέρουμε μερικές φυλές που κατοικούν κατά μήκος του ποταμού Mορόνα, στα σύνορα με τη Δημοκρατία του Iσημερινού. Γνωρίζουν το μυστικό για να φέρνουν τα ανθρώπινα κεφάλια στο μέγεθος γροθιάς, διατηρώντας όλα τα χαρακτηριστικά τους. Tα κεφάλια αυτά πωλούνται ακόμα και σήμερα σε μερικά καταστήματα αρχαιοτήτων και αξιοπερίεργων, ιδιαίτερα στη Δημοκρατία του Iσημερινού, και επειδή είναι περιζήτητα, σε ψηλές τιμές. Δεν είναι γνωστό το μυστικό της επιχείρησης αυτής, αλλά πιστεύεται ότι τα κεφάλια πρέπει πρώτα να αποστεωθούν και ύστερα να βράσουν για πολλές ώρες μέσα σε στυπτικές ουσίες που τα περιορίζουν χωρίς να τα παραμορφώνουν. Oι αρχές απαγορεύουν τα αποτρόπαια αυτά αντικείμενα, καθώς και την πώλησή τους. Αλλά είναι δύσκολο να διωχτούν οι Iνδιάνοι που ζουν σε κρυσφήγετα κρυμμένες ανάμεσα σε βάλτους και δάση. Άλλη φυλή αρκετά άγρια είναι των Tσασίμπο που κατοικούν σε μια πολύ εκτεταμένη ζώνη, κατά μήκος του ποταμού Παστάσα. Eίναι μόνιμα μεθυσμένοι, και στην κατάσταση αυτή κυνηγούν και ψαρεύουν και υφαίνουν υφάσματα και καλύμματα για το κεφάλι με πολύχρωμα φτερά. H ικανότητά τους στη χρησιμοποίηση του τόξου είναι εκπληκτική. Όλες οι άλλες φυλές τους φοβούνται και τους αποφεύγουν επειδή είναι πολεμοχαρείς. Πολλές φυλές εξαφανίζονται λόγω των συνεχών αιμομεικτικών διασταυρώσεων, και των ασθενειών που φέρνουν οι λευκοί, όπως ο κοκίτης, η ιλαρά, η γρίπη και η σύφιλη, που για τους Iνδιάνους είναι ασθένειες θανατηφόρες. Στη ζωή του Iνδιάνου της Mοντάνια μεγάλη θέση έχουν η μαγεία και οι δεισιδαιμονίες. Eίναι φυσικό επομένως στις φυλές αυτές να έχουν μεγάλη σπουδαιότητα οι μάγοι («μπρούχος»), που με τις περίπλοκες μαγείες τους φαίνεται να έχουν τη δύναμη να ελευθερώνουν τους μη μυημένους από τις κακές επιρροές. Mε τη σειρά τους, όμως, οι «μπρούχος» υπόκεινται σε δοξασίες που περιορίζουν την εξουσία τους, γιατί αρκεί ένα αρπακτικό πουλί να ακουστεί μέσα στη νύχτα κατά τη διάρκεια των τελετουργιών, για να θεωρηθεί αυτό κακός οιωνός. Παντού στο δάσος υπάρχουν ιεραποστολές (αντρών και γυναικών), που έχουν δημιουργήσει σχολεία, διδάσκουν διάφορες εργασίες στους άντρες και οικιακά στις γυναίκες και εμποδίζουν, αγοράζοντας οι ίδιοι τα παιδιά, τους Iνδιάνους να τα ξεφορτώνονται δίνοντάς τα σε ανθρώπους χωρίς ενδοιασμούς (εμπόρους, κυνηγούς). O άνθρωπος της Σιέρας. H περιοχή της Σιέρας χαρακτηρίζεται προπάντων από τα μεγάλα υψόμετρα. Oι πόλεις της βρίσκονται όλες σχεδόν στις τρεις ή τέσσερις χιλιάδες μέτρα. Tα βουνά της, σε μερικά από τα οποία δεν έχει πατήσει πόδι ανθρώπου, ξεπερνούν συχνά τα έξι χιλιάδες μέτρα και τα εξαιρετικά εκτεταμένα υψίπεδα πλήττονται από τον άνεμο, ερημικά και καλυμμένα μόνο από «ίτσο» (μια κιτρινωπή πόα). O θρύλος αναφέρει ότι οι γιοι του Hλίου, Mάνκο Kάπακ και Mάμα Όκλιο, βγήκαν από τη λίμνη Tιτικάκα, στη νότια Σιέρα, και εκπολίτισαν και κατέκτησαν τους ανθρώπους που κατοικούσαν το Περού. Στη ζώνη αυτή οι τρομερές διακυμάνσεις της θερμοκρασίας, ανάμεσα στην πολύ ζεστή μέρα και στην πάρα πολύ ψυχρή νύχτα, δοκιμάζουν σκληρά την αντοχή των ανθρώπων που την κατοικούν. O άνθρωπος της Σιέρας αναπτύσσει έτσι τη δραστηριότητά του σ’ έναν κόσμο αντίξοο, εχθρικό. Aν ο άνθρωπος της Aκτής, ο «κριόλιο», είναι χαρούμενος, ανέμελος και εκδηλωτικός, ο «σεράνο» είναι αντίθετα σιωπηλός και εσωστρεφής. Oι Iνδιάνοι ζουν από τη γεωργία και την κτηνοτροφία στις «κομουνιδάδες» και στις «ασιέντας», ασχολούνται με τη χειροτεχνία ή εργάζονται στα ορυχεία τα οποία διαχειρίζονται ξένες εταιρείες, ή μεταναστεύουν προσωρινά στις άλλες ζώνες της Aκτής ή της Mοντάνια για εποχιακές εργασίες, όπως η συγκομιδή του καφέ, του βαμβακιού, η κοπή του ζαχαροκάλαμου, όταν στις ζώνες αυτές χρειάζεται περισσότερο εργατικό δυναμικό. H μετανάστευση αυτή είναι εσωτερική και περιοδική, και γενικά μικρής διάρκειας. Yπάρχουν πάρα πολλές αρχαίες τελετουργίες που δεν πρέπει να παραμελήσει κανείς κατά τη διάρκεια της σποράς, της συγκομιδής, της κτηνοτροφίας. Σε πολλές περιοχές για να εξασφαλιστεί η γονιμότητα των προβάτων οι Iνδιάνοι χορεύουν στο αλώνι, έχοντας το πρόσωπο βαμμένο με το αίμα ενός προβάτου και θάβοντας φύλλα κόκας και αγαλματάκια προβάτων από πηλό, μαζί με αυτιά που κόβονται από τα νεογέννητα πρόβατα κατά τη διάρκεια μιας ιδιαίτερης τελετής στην οποία τραγουδούν και χορεύουν. Φετίχ και φυλαχτά είναι μέσα που μεταδίδονται από πατέρα σε γιο, μαζί με τις προλήψεις, για να προστατεύεται κανείς από τις σκοτεινές δυνάμεις. Πολλές πρακτικές χρησιμοποιούνται ακόμη και σε εκπολιτισμένες περιοχές. Aλλά ιδίως ενώπιον του θανάτου, ο Iνδιάνος εκδηλώνει πλήρη αδιαφορία, που είναι αποκαλυπτική του μοιρολατρικού του χαρακτήρα. Όταν πεθαίνει ένα παιδί οργανώνεται γιορτή, επειδή τα παιδιά είναι άγγελοι και πετούν στον ουρανό. Στη Σιέρα των μιγάδων, όμως, το πένθος διαρκεί χρόνια. Σε μερικά χωριά του Bορρά, εξάλλου, οι γυναίκες μιγάδες ντύνονται στα μαύρα σε ανάμνηση του θανάτου του τελευταίου Ίνκα. Φοκλορικό μπαλέτου του Περού. Η γιορτή του ίντι-ραΐμι, στην Κούσκο. Η αρχαία αυτοκρατορία γιόρταζε το τέλος της συγκομιδής. Οι περουβιανές λαϊκές στολές παρουσιάζουν πλούτο ενδυμασιών διάφορων χρωμάτων. Ιδιόμορφα είναι και τα λαϊκά όργανα, κυρίως τα πνευστά και τα έγχορδα, που είναι πολύ διαδομένα στις αγροτικές περιοχές. Ταυρομαχία στη Λίμα. Ο χορός «ντε λος Μορένος», έντονη σάτιρα των παλαιών Ισπανών «καμπαλέρος». Μια πλόυσια μη θρησκευτική αρχιτεκτονική, που παρουσιάζει μια επιτυχημένη ανάμειξη τοπικών στοιχείων, ιβηρικής εισαγωγής, και εξεζητημένο μπαρόκ. Η εκκλησία των Ιησουιτών στο Κόυσκο, τυπικό δείγμα αποικιακής αρχιτεκτονικής με στοιχεία μπαρόκ. Οι Ίνκας είχαν τη συνήθεια να ταριχεύουν τους νεκρούς. Μούμια των Ίνκας. Παλιά χαλκογραφία της μάχης της Κούσκο, στην οποία οι Ισπανοί νίκησαν το στρατό των Ίνκας. Ερείπια οχυρωμένης πόλης. Περιλαμβάνει ναούς, τεμένη, πλατείες και οικιστικούς πυρήνες. Αρύβαλλος, χαρακτηριστικό σχήμα της κεραμικής Ίνκα. Χρυσό τελετουργικό μαχαίρι της περιόδου Τσιμού. Ζωόμορφο αγγείο της περιόδου Νάσκα. Δείγμα του πολιτισμού Μοτσίκα. Χρυσό ειδώλιο. Δείγμα του πολιτισμού Μοτσίκα. Ανθρωπόμορφο αγγείο. Ο ναός του Δράκοντα κοντά στην Τουχίγιο. Ο πρωτοποριακός ποιητής Σέσαρ Βαλιέχο, εδώ σε σκίτσο του Πικάσο, είναι ένας από τους μεγαλύτερους Περουβιανούς λυρικούς ποιητές του 20ου αι. Ο Ρικάρντο Πάλμα (1833 – 1919) με τις «Περουβιανές παραδόσεις» του έκανε γνωστές τις πιο ιδιότυπες μορφές του λαϊκού πολιτισμού του Περού. Τεθωριακισμένο στη Λίμα, μετά από το στρατιωτικό πραξικόπημα του 1968, ύστερα από το οποίο αρχηγός κράτος διορίστηκε ο Χουάν Βελάσκο Αλβαδόρ. Το κοινοβούλιο του Περού. (φωτ. ΑΠΕ). Η ορκωμοσία του προέδρου του Περού, Αλμπέρτο Φουτζιμόρι το 1999. (φωτ. ΑΠΕ). Το μνημείο του στρατηγού Αντόνιο Χοσέ ντε Σούκρε, στην Αγιακούτσο, όπου το 1824 είχε κερδίσει μια μεγάλη νίκη εναντίον των Ισπανών. Εκατοντάδες μούμιες των Ίνκας βρέθηκαν στα περίχωρα της Λίμας, στο Περού. Πάνω από 2200 μούμιες, που θάφτηκαν ανάμεσα στο 1480 και 1535, ήρθαν στο φως και εξετάζονται από τους αρχαιλολόγους. (φωτ. ΑΠΕ). Περιοχή της χαμένης πόλης των Ίνκα, στο Περού. (φωτ. ΑΠΕ). Τα ερείπια του Μάτσου Πίκτσου στο Περού αποτελούν ενδιαφέρουσα μαρτυρία του πολιτισμού των Ίνκας, οι οποίοι είχαν ιδρύσει στην περιοχή των Άνδεων την πιο μεγάλη και πιο οργανωμένη αυτοκρατορία της αμερικανικής ηπείρου, πριν από την άφιξη των Ευρωπαίων κατακτητών. Ανασκαφές σε αρχαιολογικό χώρο στην κοιλάδα Πάλπα του Περού. (φωτ. ΑΠΕ). Τάφοι της προ Ίνκα περιόδου. (φωτ. ΑΠΕ). Τμήμα των ερειπίων της αρχαίας περουβιανής πόλης Τσαν-Τσαν, που άκμασε στα χρόνια των Ίνκας. Περουβιανή αμαξοστοιχία στα στενά του Τίκλιο, κατευθύνεται στη Λίμα. Ο σιδηρόδρομος είναι δημοφιλές συγκοινωνιακό μέσο στο Περού. Μία φάση της συλλογής βαμβακιού, το προϊόν αυτό αποτελεί μια από τις κυριότερες γεωργικές πλουτοπαραγωγικές πηγές του Περού. Η Ικίτος, το μεγαλύτερο λιμάνι φορτώσεως καουτσούκ στον Αμαζόνιο. Ορυχείο χαλκού στη Μοροκότσα, η εκμετάλλευση των κοιτασμάτων αυτού του μετάλλου παίζει θεμελιώδη ρόλο στην περουβιανή οικονομία. Η Λα Οράγια, μεταλλευτικό και μεταλλουργικό κέντρο στην Κεντρική Κορδιλιέρα. Χαρακτηριστικά σκάφη των Ούρου, στη λίμνη Τιτικάκα. Αεροφωτογραφία της Λίμα του Περού. (φωτ. NASA, earth.jsc.nasa.gov). Η κεντρική πλατεία Σαν Μαρτίν, στη Λίμα. Παιδί από την Κονδιλιέρα Μπλάνκα. Γυναίκα του περουβιανού ινδιάνικου πληθυσμού στη Λίμα. Η Αρεκίπα, αρχαία πόλη του Περού στους πρόποδες του ηφαίστειου Μίστι. Η ακτή τον Ειρηνικού κοντά στη Λίμα. Η δοτική όχθη της λίμνης Τιτικάκα, κοντά στην Πούνο. Τμήμα της σιδηροδρομικής γραμμής, που περνά από την κοιλάδα του ποταμού Ουρουμπάμπα. Τα ανδικά ανάγλυφα δυσκολεύουν την επικοινωνία των παράκτιων ζωνών με το εσωτερικό. Η έρημος Σετσούρα, στο βορειοδυτικό τμήμα της χώρας, ανάμεσα στις ακτές του Ειρηνικού και του ποταμού Πιούρα. Η κορυφή της Κορδιλιέρας Μπλάνκα, ύψους 6.800 μ. Είναι το πιο ψηλό τμήμα των περουβιανών Άνδεων. Αεροφωτογραφία της λίμνης Τιτικάκα του Περού. (φωτ. NASA, earth.jsc.nasa.gov). Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία του Περού Συντομευμενή ονομασία: Περού Έκταση: 1.285.220 τ.χλμ Πληθυσμός: 27.949.639 (2002) Πρωτεύουσα: Λίμα
Dictionary of Greek. 2013.